Στα Χνώτα της Πανδημίας

Το μελάνι μαυρίζει όλο το χαρτί, οι λευκοί τοίχοι γύρω μου γεμίζουν με παθιασμένες σκιές που ‘ρχονται και φεύγουν και στο μάρμαρο στέκει το κρύσταλλο που μέσα του κυματίζει το σκωτσέζικο ουίσκι. Πίνω μια παχιά γουλιά, τα σωθικά μου καίνε μα η ματιά στέκει ακίνητη, ξάστερη. Φλόγες ζώνουνε τις κόρες των ματιών μου, η ίριδά μου ροδίζει μα δάκρυ δεν κυλά. Το σκοτάδι ολόγυρά μου πράο, δροσερό. Έχω συνηθίσει πια σε τούτη την μοναξιά, μα δυστυχώς η συνήθεια δεν έχει διώξει ακόμη το χνότο του φόβου.

Σηκώνω το κεφάλι στον έναστρο ουρανό του Φλεβάρη με το φεγγάρι του να στραφταλίζει τόσο γλυκά και ζεστά θαρρείς κι έχουμε συγκομιδή κι ο κόσμος αποξεχάστηκε, δεν πήρε ακόμη χαμπάρι. Άραγε ο κόσμος να έχει χαθεί κι αυτός σε όλη τούτη την μοναξιά; Άτιμο πράμα η μοναξιά κόσμε. Άτιμο πράμα η σιωπή της. Ωκεανός ολάκερος που χάνεσαι στην άβυσσό της και προτού το καταλάβεις πνίγεσαι σε αυτή.

Το ποτό φουρτουνιάζει στα τοιχώματα του κρυστάλλου, καθώς ρουφώ ακόμη μια γουλιά. Τώρα όλα τα άστρα του παντοδύναμου ουρανού μαζεύτηκαν κι έφτιαξαν τα δυο αμυγδαλωτά καστανά σου μάτια. Με κοιτάνε τόσο επίμονα θαρρείς και θένε κάτι να μου πούνε. Φοβάμαι, δειλιάζω κι ευτύς κατεβάζω το βλέμμα κι αντικρίζω πάλι τον βουβό κόσμο.

Οι σκιές του τώρα, έχουνε σηκωθεί απ’ της γης τα χώματα και γίνονται άντρες και γυναίκες, χριστιανοί, μουσουλμάνοι κι άθεοι κι όλοι τους σμίγουν, χαιρετιούνται με εγκάρδιες χειραψίες, αγκαλιές και φιλιά, κάθονται σε ταβέρνες και καφετέριες, πίνουνε κρασί και τρώνε ψάρια και λύνουν και δένουν όλα τα μεγάλα ζητήματα του κόσμου τούτου με γέλια και βλαστήμιες. «Αχ ψεύτη κόσμε τι όμορφος που ‘σαι» ψιθυρίζω και νιώθω το ουίσκι να τσούζει τον ουρανίσκο μου.

Γέρνω για μια στιγμή το κεφάλι μου, πεταρίζω τα βλέφαρα, παίζω με τα ρουθούνια μου, μυρίζω χαρούπι και κοιτώ για στερνή φορά το κόσμο με μάτι πιο καθαρό και πυρωμένο. Ήτανε τώρα αδειανός, κακομοίρης και θλιμμένος. Πονούσε κι εγώ πονούσα μαζί του. «Η πανδημία σου στέρησε την σπίθα της ζωής, ένδοξε κόσμε», μουρμουρίζω κι οι φλόγες που τόση ώρα ατένιζα, αφήνουν μονάχα τους καπνούς και τις στάχτες πίσω κι όλα σκοτεινιάζουν.

Και ξάφνου νιώθω το στήθος μου να μερμηδίζει, το αίμα στις φλέβες μου βίτσιζε και με μια κραυγή το κρύσταλλο γίνηκε χίλια θρύμματα στο χαλί. Και μέσα από τα γυαλιά εγώ σαστισμένος αντίκριζα το είδωλό μου. Κι ίσως μέσα στην μέθη να κατάλαβα.

Ο κόσμος με την πανδημία να ζυγώνει σε κάθε σβώλο χώματος χώρισε τους ανθρώπους. Σε τέσσερις λευκούς τοίχους το λοιπόν, για μέρες είμαι μονάχα εγώ κι οι σκέψεις μου. Επώδυνο, οδυνηρό μα έμαθα κάτι σπουδαίο. Φοβόμουν την μοναξιά, γιατί φοβόμουν εμένα, φοβόμουν το παρελθόν μου. Καθώς έβλεπα το χαμόγελό μου να αστράφτει στο κρύσταλλο πήρα την απόφαση και περπάτησα ψηλαφητά στην αχλή των αναμνήσεών μου και ξεγύμνωσα την ψυχή μου. Μόνο εγώ κοιτούσα. Κι αυτά τα μεσάνυχτα με αγάπησα περισσότερο.

Παίρνω τότε το μπουκάλι και χύνω ουίσκι σε ένα άλλο κρύσταλλο κι έπινα μέχρι που οι πρώτες αχτίδες χάραξαν, μέχρι που τα κρόσσια του παραθυρόφυλλου έτριξαν από την παγωνιά της αυγής. Κι όσο το μελάνι μαύριζε το χαρτί κι οι σκέψεις μου μπερδεύονταν κι ο νους βυθίζονταν στην παραφροσύνη, το γυμνό μου κορμί αγγίζονταν από μια αγνή ευγνωμοσύνη. Ευγνωμοσύνη για το γεγονός ότι έχω ένα ζεστό σπίτι, μια οικογένεια κι ανθρώπους που νοιάζονται για μένα, που τους ακούω και με ακούνε, που τους αγαπώ και με αγαπούνε.

Κόσμε, ο άνθρωπος είναι σπουδαίος κι αν δεν πιστεύεις εμένανε ρώτα τον Θεό και θα σου πει. Καμιά πανδημία, κανένα δεινό δεν νικά τον άνθρωπο. 

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μητράκας.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *