Το αλάνι

Ο καφές μόλις έχει ψηθεί. Οι καπνοί δαχτυλώνονται πάνω απ’ την κλασσική κούπα με τον Άι Βασίλη. Όποτε βγαίνει απ’ το ράφι αυτή η κούπα, σημαίνει πως ο χειμώνας έχει πια για τα καλά περάσει το κατώφλι της τσιμεντούπολης. Το μπισκότο κρύβεται στην βιαστική χούφτα κι η πρώτη γουλιά καφέ κατεβαίνει. Τα γρανάζια του μυαλού αρχίζουν να δουλεύουν, το μάτι γίνεται γαρίδα και το βλέμμα πάντα τόσο απλό μα συνάμα αινιγματικό να κοιτά τον άδειο κήπο. Τον χειμώνα ο κήπος μένει μοναχικός. Κομμένος χλοοτάπητας, ξερά κλαδιά και το μεταλλικό περίγραμμα μιας παλιάς κούνιας συνθέτουν ένα παραμελημένο από χρόνια σκηνικό. Η «υπναρού» ρουφά τον καυτό καφέ, σκουπίζει απ’ τα τριχωτά της χείλη τις γλυκές ψίχες κι όλο λογαριάζει τι δουλειές έχει να κάνει και σήμερα. Πάντα οι ίδιες δουλειές. Πάντα οι δουλειές αυτές γίνονται με τον δικό της αλάθητο τρόπο.

Η ώρα κυλούσε κι η κούπα άδειαζε. Η γριά γυναίκα το πήρε απόφαση. Έριξε νερό στην κούπα, με το δάχτυλο καθάρισε το κατακάθι, βάφτισε το σκεύος καθαρό και με σύνεση το τοποθέτησε στην ίδια γωνιά του ξύλινου ραφιού. Πέρασε απ’ το κεφάλι της την γνωστή μαντίλα, έριξε στους ώμους της το μπουφάν και με περπάτημα ντετέκτιβ ξεκίνησε για την πόλη. Με χέρια σταυρωμένα πισώπλατα και αργά βήματα διέσχισε τις γραμμές όταν μετά από λίγο μπήκε σε έναν φούρνο. Έκανε γρήγορα τα μαθηματικά κι αγόρασε τέσσερα καρβέλια. «Τόσα θα χρειαστούμε για όλη την βδομάδα. Μην σου πω για όλο τον μήνα» ψιθύρισε. Τα λεφτά άλλαξαν χέρια και το ταξίδι συνεχίστηκε.

Η γριά με εμφανή άγνοια κινδύνου περπατούσε στην μέση του δρόμου. Με την βοήθεια του Θεού πέρασε την εθνική όταν βρέθηκε στον ΑΒ. Πίσω της ηχούσαν κόρνες, οι οδηγοί φώναζαν παραλίγο να σε σκοτώσουμε, είσαι παλαβή; Μα η γριά μόλις που έριξε ένα βλέφαρο στον δρόμο κι ύστερα η όψη της κρύφτηκε στο σούπερ. Αγόρασε πατάτες, λεμόνια και καρότα, κάποια φτηνά τυριά και κάμποσα μπισκότα. Στον τελευταίο διάδρομο έτυχε κι η προσοχή της έπεσε πάνω σε μια πορτοκαλί συσκευασία γεμάτη γαριδάκια. Με βήματα διαρρήκτη άρπαξε την σακούλα κι αφού έπεισε τον εαυτό της, «αμ πώς… έχουμε και μια κοιλιά να διατηρήσουμε» έφτασε στο ταμείο. Τα λεφτά άλλαξαν ξανά χέρια και προτού το καταλάβει η γριά ήταν πάλι σπίτι.

Ήταν η ώρα του φαγητού. Ημέρα Τρίτη. Το μενού σήμερα είχε Σάκη Ρουβά. Η γριά όπως πάντα παράβρασε τα μακαρόνια και σακάτεψε τον κιμά. Βιαζόταν να τελειώσει, δεν μαγείρευε με το μεράκι που μαγείρευε κάποτε ο άντρας της. Είχε οχτώ στόματα να ταΐσει, την γριά δεν την ένοιαζε η ποιότητα μα η ποσότητα. Πόσες φορές τα παιδιά της προσπάθησαν να της δείξουν πώς να βράζει αυτά τα ρημαδομακαρόνια, μα πού να βάλεις μυαλό σε ξεροκέφαλο; Ακούει, όλα τα ακούει, δεν μιλά πολύ, δεν αντιμιλά πολύ, μα ξέρει και αυτή αλλά και εσύ πως ό, τι κι αν την λες απ’ το ένα αυτί μπαίνει κι απ’ το άλλο βγαίνει. Πόσο ευχάριστο είναι αυτό το παραμύθι, δεν φαντάζεστε! Τα στόματα που θέλει να ταΐσει θα κάτσουν στο τραπέζι στις δύο. Η ώρα είναι ακόμη δέκα, αλλά δεν βαριέσαι… Τι πειράζει που το φαΐ θα ‘ναι παγωμένο;

Η γριά είχε τα χέρια σφηνωμένα στην λεκάνη όταν η κοιλιά γουργούρισε. Ο νευρώνας ενεργοποιήθηκε κι η ασπρομάλλα καλλονή έβαλε πλώρη για το σπίτι στον πρώτο. Οι γονείς δούλευαν και τα παιδιά ακόμα κοιμόντουσαν. «Η τέλεια ευκαιρία για να κλέψω έναν κουραμπιέ» σκέφτηκε και η χερούκλα της γέμισε με άχνη ζάχαρη. Αφού έσβησε την λιγούρα, το μάτι έπεσε στον νεροχύτη. Είχε δυο ποτήρια κι ένα πιάτο. Τα σκεύη καθαρίστηκαν με πολύ νερό και δάχτυλο, ούτε δείγμα Fairy. Συνταγές που δουλεύουν δεν αλλάζουν. Με το ίδιο ντετέκτιβ περπάτημα έφερε μια φούρλα το σπίτι, ευχαριστήθηκε που όλα είναι ίδια και τίποτα δεν έχει αλλάξει, κι έπειτα πήρε τον δρόμο για το σπίτι στον δεύτερο.

Εκεί την περίμενε πολύ μπουγάδα. Μάζεψε τα ρούχα σε μια λεκάνη και τακτοποίησε λίγο την κουζίνα όταν παρατήρησε ένα μπολ γεμάτο κέικ. Αυτή την φορά όμως, συγκράτησε την ορμή της, αφού είχε δουλειά να κάνει. Έτσι, κατέβηκε τις σκάλες και με έναν ενθουσιασμό χύθηκε στην γκαρσονιέρα της. Αν έπρεπε να ποντάρω θα έλεγα πως γουστάρει να σιδερώνει. Ίσως τα ρούχα να της φέρνουν αναμνήσεις από τότε που δούλευε σαν μοδίστρα. Δεν έχω δει άνθρωπο στην ζωή μου να διπλώνει πιο γρήγορα. Το καλύτερό της; Όταν της ζητώ να μου ράψει βρακιά. Εννοώ… καμιά φόρμα. Απ’ το ξύλινο ράφι πάντα βγάζει ένα τσίγκινο κουτί με κλωστές και βελόνες, φοράει ένα χαμόγελο και κατεβαίνει στο υπόγειο. Εκεί την περιμένει για να μεγαλουργήσει μια παλιά ραπτική μηχανή. Σε χρόνο ντετέ το ράψιμο ολοκληρώνεται κι η γριά βρίσκεται πάλι στην γκαρσονιέρα. Κάπου εδώ οι δουλειές έχουν ολοκληρωθεί της ημέρας. Η γριά ανάβει την θερμαινόμενη κουβέρτα, βγάζει την μαντήλα, ανοίγει την τηλεόραση και ξαπλώνει στο κρεβάτι. Δεν είναι κρεβάτι αυτό βέβαια, σαν μπαούλο μοιάζει περισσότερο με ίχνος στρώματος. Της αρέσει όμως, δεν θέλει να το αλλάξει γιατί της θυμίζει τον άντρα της. Η τηλεόραση να παίζει με φωνή στα τέρματα κι όμως τα βλέφαρά της να κλείνουν. Είχε τόσα χρόνια συνηθίσει στο νανούρισμα της τηλεόρασης.

Κάπου το μεσημέρι η πόρτα βίαια ανοίγει. Φωνάζω κι η γριά ξυπνά. «Πώς με βλέπεις, είμαι ωραίος;» της φωνάζω μα πού να απαντήσει, τα γρανάζια θέλουν τον χρόνο τους να πάρουν μπρος. Εγώ όμως δεν έχω χρόνο, έχω ήδη αργήσει στον καφέ. «Φεύγω, φεύγω» της φωνάζω και προτού κλείσω την πόρτα, στο μυαλό της αστράφτει η αιώνια ερώτηση κάθε Ελληνίδας γριάς. «Πού πας και με ποιον;». «Με τους γκολλητούς στο γκόουτ» της απαντώ μα ανάθεμα κι αν άκουσε.

Στον ίδιο ρυθμό συνεχίστηκε κι η υπόλοιπη μέρα. Όποιος έμπαινε στο σπίτι, την χαιρετούσε, περνούσε από αναφορά κι έπειτα μπορούσε να αποχωρήσει. Η τηλεόραση έπαιζε όλη την ώρα κι η γριά πότε κοιμόταν και πότε περιφέρονταν στους σκοτεινούς διαδρόμους της πολυκατοικίας. Μερικές φορές κάνει γυμναστική. Ξεπιάνεται, πίνει νερό και ξανακοιμάται. Άλλες βγαίνει καμιά βόλτα στην γειτονιά. Μαυροφορεμένη πάντα, με μαντήλα και παράξενο περπάτημα. Δεν είναι κάτι που θα ήθελες να συναντήσεις τα μεσάνυχτα στα σκοτάδια της γειτονιάς μου. Ό, τι κι αν κάνει όμως, πάντα θα ελέγξει την εξώπορτα και πάντα θα βαλθεί να την κλείσει.  Το βράδυ καλά κάνει, μα αυτή η εξώπορτα παίζει πρώτη είδηση κάθε ώρα της ημέρας. «Πάω να πάρω ένα γλυκό και σε 5’ θα ‘μαι πίσω» θα της πει η μάνα μου κι όμως η γριά θα την κλειδαμπαρώσει λες και ο στρατός είναι προ των πυλών.

Αυτή η γριά είναι άνθρωπος απλός, αγνός κι ευγενικός. Δεν ζητά πολλά. Λίγα ρούχα, μια καλημέρα, τα εγγόνια, ένα μάλωμα κι είναι ευτυχισμένη. Γυναίκα σκληρή, μεγαλωμένη αλλιώς, μια ζωή δούλευε, μια ζωή ρουτίνιαζε. Βέβαια σε σχέση με άλλες γριές έζησε και τα έξτρα της. Κάθε καλοκαίρι πήγαινε μαζί με τα παιδιά της στο νησί που δούλευε σαν σεφ ο άντρας της κι όλοι μαζί απολάμβαναν τα τιρκουάζ νερά πότε της Κρήτης και πότε της Σκιάθου. Δεν ήταν η γριά αυτή η κλασσική αγχωμένη και υπερπροστατευτική μάνα. Αντιθέτως έβλεπε τα μικρά της να παλεύουν με τα κύματα κι ατάραχη στην κάψα της παραλίας απολάμβανε την αλμύρα της θάλασσας. Ένα άλλο δείγμα της παραξενιάς της είναι ότι είναι εύπλαστη σαν τον πηλό. Δεν της άρεσαν τα βαμμένα μαλλιά, μέχρι που ένα εγγόνι τα έβαψε, δεν της άρεσαν τα tattoo μέχρι που είδε μελάνι σε δέρμα για πρώτη φορά. Είναι εύπλαστη γιατί στην αγάπη δεν μετρά καμιά προκατάληψη. Η γριά αυτή επίσης είναι ο πιο τίμιος άνθρωπος που ξέρω. Κρατά την τιμή ψηλά και στο όνομά της δεν δέχεται εκπτώσεις. Θα κυνηγήσει να δείρει τον άντρα που κοιτά άσεμνα το κοριτσάκι της, θα αρνηθεί το προξενιό αν αυτό προσβάλλει τους γονείς της και θα χαστουκίσει μέχρι και το εγγόνι της αν δει ότι κάνει κάτι ανήθικο. Αυτή η γριά είναι η γιαγιά μου, Σωτηρία Καλογιάννη και με σιγουριά θα έλεγα πως είναι η πιο όμορφη γυναίκα που ‘χω γνωρίσει. Μάνα, αδερφή και κοπέλα μην παίρνετε ό, τι γράφω τοις μετρητοίς.

Όπως και να ‘χει, έγραψα αυτό το κείμενο για να σας τονίσω πως ακόμη κι αν οι παππούδες συνηθίζουν να ‘ναι απλές σκιές στις ζωές των περισσοτέρων, αξίζουν αγάπη, μια όμορφη κουβέντα κι αξίζουν όσο τίποτα να χαμογελούν. Να τους κάνετε μωρέ να χαμογελούν, ειδικά αν νιώθουν μοναξιά. Πριν να ‘ναι αργά γιατί ο χρόνος τρέχει…

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μητράκας.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *