Το φεγγάρι με τις μωβ ανταύγειες του δέσποζε στον ουρανό εκείνης της ανάλαφρης νύχτας. Το γλυκό αγεράκι έφερνε στην μύτη μου τον ερχομό της άνοιξης και στην θύμησή μου την εθνική γιορτή του Μάρτη. Μια απαλή ανατριχίλα περηφάνιας τότε σκαρφάλωσε την ραχοκοκαλιά μου. Το κορμί μου χυμένο ήταν στην πράα χλόη με τα μάτια μου καρφωμένα στα αστέρια που ‘ταν μάρτυρες των συλλογισμών μου τούτα τα μεσάνυχτα. Μονάχος σε ένα πράσινο κομμάτι γης αναλογιζόμουν το χρέος του ανθρώπου. Μακριά από ανιαρές κουβέντες, αρχιτεκτονικές του αέρα και περισπασμούς.

Είμαι πράγματι ένας άνθρωπος περήφανος. Περήφανος για τις αξίες που μου χάραξαν στην σάρκα, για τις πεποιθήσεις που υιοθέτησα κι έκαμα κτήμα μου, για την ευσπλαχνία και την ευγένειά μου. Είμαι περήφανος για ό, τι έχω επιτύχει μέχρι σήμερα, για ό, τι έχω αποτύχει, για το ποιος είμαι. Όλοι μας κουβαλάμε λίγο πολύ το κατακάθι της περηφάνιας.

Από τι συνίσταται η έννοια τούτη άλλωστε; Απ’ το λευκό χρώμα της αξιοπρέπειας που καθορίζει τα όριά σου και σε προφυλάσσει απ’ τον ευτελισμό. Μα σίγουρα κι απ’ το μαύρο χρώμα της αλαζονείας που σε καθιστά παράλυτο μπροστά στον ασύμμετρο εγωισμό σου. Η γκρίζα διαχωριστική γραμμή στέκεται στο μέτρο και στην πολυπόθητη ισορροπία. Πόσο σημαντικό είναι να κατανοήσουμε πως η απλοϊκή αυτή ζωγραφιά των τριών χρωμάτων έχει δύο πανομοιότυπα αντίτυπα. Τόνα για την προσωπική σου περηφάνια και το άλλο για την κοινωνική. Αυτές οι δύο όψεις λοιπόν του ίδιου νομίσματος συγκρούονται; Κι αν ναι, ποια νικά;

Θαρρώ υπάρχουνε άνθρωποι αδύναμοι κι άνθρωποι δυνατοί. Οι αδύναμοι πιο εύκολα αλλοτριώνουν την ηθική τους και καταπατούν την προσωπική τους περηφάνια φοβούμενοι μήπως χάσουν την έγνοια και τις επευφημίες του κόσμου για τα επιτεύγματά τους. Προτιμούν να υπονομεύσουν το πραγματικό εγώ τους, παρά να φθείρουν την βιτρίνα που ‘χουν αναγκαστεί να διακοσμήσουν. Με το προσωπείο του φόβου το λοιπόν, τούτοι οι άνθρωποι προτάσσουν την κοινωνική περηφάνια ως ύψιστη.

Σε αντιδιαστολή βρίσκεται η πάστα ανθρώπου που ‘χει τολμήσει να χωθεί στον λαβύρινθο αναζήτησης της προσωπικής του ουσίας. Εκείνος ο άνθρωπος παρά το γεγονός ότι έχει χαθεί ξανά και ξανά έχει αποκομίσει σπουδαία μαθήματα. Μα τι νόημα εξάλλου έχει το ταξίδι εάν ενδιάμεσα δεν υπάρχουν νοθείες; Τουλάχιστον ο άνθρωπος τούτος ξέρει πού βαδίζει και γιατί βαδίζει. Και συνήθως είναι αμετακίνητο βουνό όταν έρχεται η ζοφερή στιγμή να απαρνηθεί τις προσωπικές του αξίες. Καρφί δεν του καίγεται για το τι θα πει ο κόσμος, μα ένας μονάχα ψίθυρος ενοχής απ’ τα μέσα του είναι αρκετός για να τον συνθλίψει.

Και οι δυο αλλιώτικες αυτές φιγούρες όμως, βράζουν στο ίδιο καζάνι όταν την πόρτα τους χτυπά η άλογη ορμή της λαχτάρας. Η περηφάνια σου δίνει μια τάξη, μια ασφάλεια. Μα η απέναντι όχθη του άγνωστου και σκοτεινού σε γεμίζει με δέος όταν καλοσκέφτεσαι τις συνέπειες του ρίσκου.

Πρόσφατα άκουσα ένα podcast όπου ένας άντρας σαράντα χρονών εγκωμίαζε τον εαυτό του για το πόσο περήφανος ένιωθε για την πρώτη γυναίκα που ‘χε βρει, για την οικογένεια που έχτισε μαζί της εδώ και είκοσι χρόνια και για την αγάπη που ένιωσε. Μα μέσα του ζούσε μια ανείπωτη επιθυμία να βιώσει κάτι διαφορετικό από το τέλειο. Λαχταρούσε την υφή ενός νέου γυναίκειου αγγίγματος πάνω του. Η ιδέα τούτη είχε ριζωθεί τόσο βαθιά στις κόγχες του μυαλού του που δεν μπορούσε να σκεφτεί άλλο πράμα. Πώς θα έπνιγε την λαχτάρα τούτη; Δίνοντας μια ευκαιρία στον γάμο του ή ρισκάροντας να χάσει τα κεκτημένα του; Μια απόφαση για μια άλλη απόφαση. Μια ζωή για μια άλλη ζωή. Μονάχα το αίσθημα περηφάνιας έστεκε εμπόδιο σε ‘κείνο που λαχταρούσε.

Η ταπεινή, ανώριμη ίσως και αφελή γνώμη μου είναι ότι πνίγεις μια λαχτάρα μονάχα όταν την σιχαίνεσαι, αλλιώς έστω κι αποδυναμωμένη θα συνεχίσει να τριγυρνά στα μονοπάτια της ψυχής σου. Έστω ότι λαχταράς με όλο σου το είναι τα κεράσια. Τα τρως με χούφτες, στουμπώνει το στομάχι και κάνεις εμετό. Για μια βδομάδα ολάκερη. Και τότε την επομένη τα απεχθάνεσαι. Συνεχίζεις να τα τρως μα πια με μέτρο. Έχεις τιθασεύσει την λαχτάρα.

Επομένως, οι δυο διαφορετικοί καμβάδες της περηφάνιας προσαρμόζονται με αλλιώτικο τρόπο από άνθρωπο σε άνθρωπο. Η περηφάνια καθορίζει εσένα και τα όρια ασφάλειάς σου. Όρια τα οποία όμως τρέμουν όταν μια λαχτάρα γεννιέται και σε σαγηνεύει.

Ορίζουμε την περηφάνια με βάση τα όσα γνωρίζουμε για εμάς. Μα πώς μπορούμε να ισχυριστούμε πως έχουμε βρει την πραγματική μας ουσία χωρίς να έχουμε βιώσει όλα τούτα που λαχταρούμε; Περπατώντας ξυπόλυτοι στο άγνωστο μπορεί να χάσουμε τον εαυτό μας ή να συνειδητοποιήσουμε πως τόσο καιρό αρεσκόμασταν σε μια μικρή πτυχή του ποιοι είμαστε και μέχρι πού μπορούμε να φτάσουμε.

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μητράκας.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *