Οι Εξήντα Λίρες

1924, Λονδίνο

Περπατούσα κι ο κρύος αέρας πάγωνε τα σωθικά μου. Η πόλη εκείνο το πρωινό είχε βαφτεί στο μονότονο λευκό χρώμα του χιονιού. Τα γυαλιστερά μου μάτια αντίκριζαν έναν λευκό καμβά με μικρές τόσο δα πινελιές. Βιαστικές πατημασιές και σταλαχτίτες που κρέμονταν απ’ τις στέγες και τα παράθυρα και το χιόνι φρέσκο, φρέσκο να κιτρινίζει καθώς το φως του ήλιου λαμπύριζε και ζούσε μέσα του.

Περπατούσα μονάχος και στις κόγχες του μυαλού μου έπλαθα ξανά εκείνο το σούρουπο που οι εργάτες επαναστάτησαν, θυμόμουν για μία ακόμη φορά τις κόκκινες σημαίες τους που καίγονταν, τις φωνές και τα συνθήματά τους, κι έναν κακομοίρη γέρο να ψιθυρίζει, «στους χαλεπούς αυτούς καιρούς, είμαστε ο όλεθρος του παλιού κόσμου».

Το κρύο τρυπούσε τώρα το δέρμα μου και με μια κοφτή κίνηση για να ζεστάνω τα μέσα μου άνοιξα την ταμπακιέρα, όταν συνειδητοποίησα με απογοήτευση πως τα τσιγάρα είχανε τελειώσει. Στο επόμενο στενό δέσποζε το μαγαζί του Foster που πουλούσε από φθαρμένες κασετίνες μέχρι και παλιά μακριά τσιμπούκια με κεχριμπαρένιες ρώγες. Προτού σπρώξω την πόρτα όμως, κι απολαύσω την ιδιαίτερη μυρωδιά του καπνού,  το μάτι μου έπεσε πάνω στον Αιμίλιο που φτωχός και κακομοίρης, σωριασμένος ήτανε στο πεζοδρόμιο. «Ανάθεμά σε, Αιμίλιε!» μουρμούρισα.

Τον σήκωσα και τον κουβάλησα μέχρι τον Τάμεση. Έχυσα το κορμί του σε μια σανίδα ξύλου κι έμεινα να κοιτώ τα παγωμένα πράσινα νερά με τα καλάμια και τους δύο πελαργούς.

Όταν άνοιξε τα πρησμένα μάτια του και συνήλθε στήριξε την πλάτη του στο τοιχάκι πίσω του και με κοίταξε με πόνο. Η ζωή του μετά από την μέρα που οι εργάτες επαναστάτησαν και απέργησαν διαλύθηκε ή όπως θα έλεγε εκείνος «απέκτησε νόημα».

«Μήπως έχεις κανένα τσιγάρο πάνω σου;» τον ρώτησα κι εκείνος χάθηκε στα γέλια του. Γελούσε τόσο δυνατά που οι αγριόπαπιες του ποταμιού έφευγαν μακριά.

«Πραγματικά πρέπει να ασχοληθείς με την κωμωδία, μικρέ» μου είπε και έπιασε σφιχτά την κοιλιά του που άρχιζε να πονά. «Ο πλούσιος που ζητάει απ’ τον ζητιάνο. Φυσικά κι έχω τσιγάρα. Μόνο αυτά έχω» συνέχισε και μου έδωσε ένα κατάλευκο. Έβγαλε το σπίρτο του και μου το άναψε.

«Μετά την απεργία μικρέ, η ζωή μου άρχισε να αποκτά νόημα. Όσο περισσότερο νόημα όμως αποκτούσε τόσο λιγότερο έμοιαζε με ζωή» είπε και έριξε τις στάχτες του στο αγνό χιόνι.

Ο Αιμίλιος μεγάλωσε σε ένα μικρό χωριό του βουνού. Η ζωή του όλη ήταν το άλογό του ο Καράσος, μια πορφυρή φοράδα, τα πρόβατα του τα οποία τα άρμεγε και τα μοσχάρια που τα τάιζε και τα πουλούσε. Ο πατέρας του είχε χωράφια με βαμβάκια και σιτάρια και κάθε πρωί τον βοηθούσε να σπείρουν και να θερίσουν την γη. Ο πατέρας του ήταν άνθρωπος μορφωμένος και του μεταλαμπάδευσε τα όσα ήξερε και τα όσα του είχε μάθει η ζωή, γιατί όπως του ‘λεγε, είναι σημαντικό να σου δώσω την γνώση διότι η γνώση είναι η εξουσία. Όταν όμως ο Αιμίλιος ήρθε στο Λονδίνο συνειδητοποίησε με θλίψη του ότι η πιο γλυκόπικρη οδύνη του ανθρώπου είναι όταν έχει γνώση άλλα όχι εξουσία. Και Θε μου, αυτό είναι παράδοξο.

«Αιμίλιε» του είπα με βραχνή φωνή κι έσφιξα τους κροτάφους μου «εκείνη την μέρα της επανάστασης έτρεμα για την ζωή μου. Εκεί που όλα σκοτείνιαζαν με αγκάλιασες και με τράβηξες μακριά από το χάος, τις κραυγές, την φωτιά και το αίμα. Κι εγώ θέλω έναν κόσμο καλύτερο, εργάτη» του είπα κι ένιωσα την ανήσυχη ψυχή μου να γαληνεύει.

Άνοιξε το στόμα του και μιλούσε βιαστικά και νευρικά σαν να μην ήθελε να θυμηθεί, σαν οι λέξεις να μην άγγιζαν τα όσα εξιστορούσε. «Τζερεμάια μετά το πέρας της απεργίας σπίτια κάηκαν, οικογένειες θρήνησαν και τάφοι χτίστηκαν. Ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ, μικρέ. Το φως που διαχέει η διαμαντένια σου καρδιά μού θυμίζει το φως του φεγγαριού της συγκομιδής.  Για να αλλάξει τούτος ο κόσμος Τζερεμάια και να γίνει καλύτερος δεν χρειάζεται απλώς να αλλάξουμε την σελίδα. Πρέπει να κάψουμε το βιβλίο. Είσαι πολύ νέος για να καείς σ’ αυτήν την άσβεστη φωτιά που θα φουντώσει σε λίγα χρόνια». Το στόμα του ήταν στεγνό, γεύση μετάλλου και το καρύδι στον λαιμό του έτρεμε.

Έφτυσα το χέρι μου και του το έδωσα. «Δεν ξέρω πολλά για τον αγώνα σου εργάτη, μα ξέρω εσένα και ξέρω ότι είσαι καλός και δίκαιος και τίμιος άνθρωπος. Αυτό είναι το δώρο μου για σένα λοιπόν. Αξιοποίησέ το σοφά» του είπα και του πέταξα ένα πουγκί με εξήντα λίρες.

Χαμογέλασε κοφτά, έσκυψε με την καμπούρα του και τα έχωσε στο παντελόνι του. Με αγκάλιασε, με φίλησε και ψιθύρισε στο αυτί μου , «την επόμενη φορά να έχεις αγοράσει κάνα παχύ τσιγάρο, φτωχόπαιδο» και κουτσαίνοντας κρύφτηκε στα χιόνια και στους πάγους.

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μητράκας.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *