Ο Χρόνος

Ο ήλιος τρύπωσε απ’ τις γρίλιες στο δωμάτιό μου διώχνοντας τις σκιές. Το μάτι άνοιξε, το μούτρο πλύθηκε. Φόρεσα τα Nike, ξεκλείδωσα το αμάξι και πήρα τον δρόμο για την σχολή. Σκέψεις κι αμφιβολίες στροβιλίζονταν βίαια στον νου μου, μα γρήγορα μια κόρνα ξεθόλωσε την ματιά μου. Έξυσα το μάγουλο και δίχως να το καταλάβω καθόμουν στο αμφιθέατρο. Ένας φαλακρός, κομψός τύπος μιλούσε για συναρτήσεις κι ίδρωνε όσο εγώ τέντωνα αυτιά και σημείωνα. Όταν έπαψε να πιτσιλά σάλια σοφίας, πήγαμε με κάνα δυο φιλαράκια να φάμε λέσχη. Ανταλλάξαμε κάμποσες κουβέντες και προτού χωνέψω ήμουν στο τζιμ και σήκωνα βάρη. Όταν ο μυς κουράστηκε κι η κοιλιά ξαναπείνασε γύρισα σπίτι να μαγειρέψω. Έριξα προτηγανισμένες πατάτες στο τηγάνι, έβαλα τα μπιφτέκια με λαδόκολλα στον φούρνο και μεμιάς μια μυρωδιά λαδίλας τύλιξε τα ρουθούνια μου. Είχα ξεχάσει να ανοίξω τον απορροφητήρα, ανάθεμα! Έκανα ένα ντους, έβγαλα ένα καθαρό πιάτο και δείπνησα. Όταν τελείωσα σκούπισα το στόμα, οι ψίχες έπεσαν στο πάτωμα κι έκατσα στην βεράντα ατενίζοντας την ζωντανή πόλη πλάι στην θάλασσα να λαμπυρίζει χλευαστικά.

Μετά από λίγο ήρθε η παρέα μου κι έφερε για πεσκέσι ένα μπουκάλι ουίσκι. Χύσαμε το ποτό και τσουγκρίσαμε, «στην υγεία των ονείρων μας». Πήρα τα ηνία της συζήτησης και ψέλλισα, «με γεμίζει η ζωή μου, για πρώτη φορά έπειτα από καιρό είμαι τόσο πλήρης. Μα είμαι ο άτιμος άπληστος, θέλω τα πάντα, είμαι κυνηγός του πιο ρομαντικού οράματος, να κάνω τον κόσμο ομορφότερο. Μα μπροστά σε τούτη την φιλοδοξία τα κατορθώματά μου είναι τόσο ασήμαντα, οι νίκες μου αιθέρες που εξανεμίζονται μόλις τις πατήσω».

Ο συνομιλητής μου τότες έβρεξε τα χείλη του και μου απάντησε απογοητευμένος, «μικρέ άκου δω, χρόνια πριν το κουφάρι μου έσερνα στον Άγιο Νικόλαο και κάποιο πρωινό σα όλα τα άλλα πέτυχα σε ένα πεύκο ένα κουκούλι πεταλούδας την στιγμή που το τσόφλι έσπαζε κι η μέσα ψυχή μαχόταν να προβάλλει. Οι κόρες μου είχαν διασταλεί στο θάμα τούτο της ζωής. Καρτερούσα, ξέρεις, απεγνωσμένα να γίνω μαρτυράς του. Και στον λόγο μου περίμενα ώρα πολύ, μα στο τέλος νικήθηκα απ’ την παρόρμησή μου. Έσκυψα πάνω του κι άρχισα να το ζεσταίνω μανιωδώς με την ανάσα μου ώσπου το τσόφλι άνοιξε κι η ψυχή απ’ τα έγκατα τη δημιουργίας φανερώθηκε. Μα τότε ένας ρίγος σκαρφάλωσε το κορμί μου, τα φτερά της έμεναν σγουρά, αξεδίπλωτα, όλο της το κορμάκι έτρεμε, βγήκε άγουρη, κουνήθηκε απελπισμένη, ζαρωμένη και σε λίγο πέθανε στην απαλάμη μου.

Κατάρα η ανυπομονησία. Να σέβεσαι τον χρόνο αφελή νέε. Όλα στην ώρα τους».

Μα μέχρι να μου απαντήσει κείνος γω είχα κατεβάσει ήδη το πρώτο ποτό και θαρρείς δεν άκουσα λέξη του συνέχισα, «μα προσπαθώ κάθε μέρα να βρω κείνη την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου, μα πάντα κάποιος έχει παράπονο από μένα, κάποιον θα στεναχωρήσω και κάποιον θα ‘χω απέναντί μου. Κι όταν βουλιάζεις σε αυτή την ρουτίνα μπερδεύεσαι, ξεχνάς, χάνεσαι στις συσχετίσεις κι απορείς, πώς εσύ ένας τόσο ανήμπορος κι ευάλωτος νέος θα καταφέρεις να πετύχεις στο λασπωμένο κόσμο μας το ευγενές αίσθημα του καλού».

«Μικρέ!», φώναξε τώρα αυστηρά ο γέρος αντίκρα μου, «όρθωσε ένα τείχος στον χείμαρρό σου! Τι μήνα έχουμε δε μου λες, ανάθεμά σε!». «Μάρτιο» του αποκρίθηκα γοργά. «Σύρε το βλέμμα σου το λοιπόν, στα δέντρα ανόητε! Θώρα τα, δεν έχουν ανοίξει ακόμη, μα πίσω από κάθε μάτι νιώθεις τους πυκνωμένους, πιτακωμένους, έτοιμους να πεταχτούν στο φως άνθους και καρπούς μελωμένους. Μην σε ξεγελά ο χρόνος, εμπιστεύσου αυτόν και το ταξίδι του» τελείωσε κι έσφιξε το μπράτσο μου με την χερούκλα του. Και άξαφνα τα μπερδεμένα νήματα του νου μου λύθηκαν όλα εκτός από ένα που έστεκε καλά δεμένο. Ρούφηξα τον αγέρα και ξεστόμισα την πιο σκληρή ερώτηση. «Γέρο δεν μου ‘χεις εκμυστηρευτεί ποτέ το όνομά σου. Πρέπει να ξέρω ποιον ευχαριστώ τέτοιες στιγμές μοιραίες».

«Ξέρεις το όνομά μου», μου ‘πε και μου έκλεισε το μάτι. Στο άκουσμα της στερνής του φράσης έσκασε τότε μύτη ο συγκάτοικος από δουλειά. Δώσαμε μια σφιχτή, ζεστή χειραψία κι άραξε στο πεζούλι πλάι μου. Το βλέμμα του στάθηκε ευθύς στο μπουκάλι και ψέλλισε, «θα γίνεις αλκοολικός όπως το πας. Πάψε να πίνεις μόνος σου. Έλα πάμε να κοιμηθούμε σε βλέπω είσαι πτώμα κι εσύ». Έβγαλα τότε το κινητό, έστειλα καληνύχτα στο κορίτσι μου και χαθήκαμε στην λαδίλα του σπιτιού.

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μητράκας.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *