Ο Μπεχλιβάνης Γέρος

Ρωσία, Μόσχα

Τούτο το δειλινό το εξασθενημένο φως του ήλιου έσταζε θαμπό στους κρυστάλλους που κρέμονταν απ’ τους χρωματιστούς κρεμμυδόσχημους τρούλους του καθεδρικού ναού Αγίου Βασιλείου. Η κόκκινη πλατεία σκεπασμένη ήτανε ολότελα με ένα λευκό πέπλο φρέσκου χιονιού.

Οι γυμνές μου πατούσες έλιωναν, καυτές καθώς ήταν, τις νιφάδες, το γυμνό μου κορμί με το αίμα να κυλά ορμητικά σε κάθε μου αρτηρία, ιστό και σπλάχνο πύρωνε, τα ρουθούνια μου μύριζαν ψημένο καφέ και λεμονανθούς, τα γκρίζα μου μαλλιά μακριά ανέμιζαν, οι ρυτίδες έσπαζαν και τα κρυστάλλινα μάτια μου ατένιζαν την πικραμένη Μόσχα. Άγγιξα με ευλάβεια τότε τα γυμνά μου μέλη απ’ την λεκάνη ως τα χείλη και ρούφηξα μια τζούρα απ’ το τσιγάρο μου. Ο πράος αγέρας άρχισε να χορεύει με την γύμνια μου, οι τελευταίες αχτίδες του πονεμένου ήλιου να μου τραγουδούνε κι αυτές γλυκά, ώσπου ξάφνου ο κρότος αντήχησε και το καυτό μου δάκρυ κύλησε. Έκλεισα τότε τα βλέφαρά μου, μα ήμουν μπεχλιβάνης. Να το θυμάσαι κόσμε, ήμουν μπεχλιβάνης. Και αναπόλησα τούτη την ζοφερή στιγμή την ζωή μου για στερνή φορά.

Θυμάμαι όταν ήμουν μικρό παιδί ακόμη, ορφανός κι από μάνα και πατέρα αφού κι οι δυο είχανε πέσει νεκροί στην Δεκεμβριανή επανάσταση. Μια επανάσταση της οποίας ήμουν ανήμπορος να κατανοήσω τα ίδια τα αίτια που έλαβε χώρα, αφού κανείς ποτέ δεν μιλούσε για αυτή. Το μόνο που ήξερα επειδή όλοι αυτό έλεγαν, είναι ότι χύθηκε άδικα τόσο αίμα κι ότι η μαμά κι ο μπαμπάς ήταν προδότες της Ρωσίας. Δούλευα ολημερίς στα εργοστάσια, όπως όλοι, και κάθε νύχτα μαύρος απ’ τα κάρβουνα και λουσμένος στον ιδρώτα και στην σκόνη φόραγα εκλεκτικά και με γοητεία το ψάθινο καπέλο της μητέρας μου, ότι μου είχε απομείνει από αυτήν, και παρίστανα τους Σπουδαίους Ανθρώπους, τους πλούσιους, τους μορφωμένους που είχαν το χάρισμα να διασφαλίζουν την κοινωνική αρμονία και την ειρηνική συμβίωση. Μόλις τελείωνα το παράδοξο θεατρικό μου βουτούσα και κολύμπαγα μονάχος στα πρασινωπά νερά του Μοσχοβίτικου ποταμού. Μονάχος διότι μου είχανε πει ότι δεν χρειάζεται να επικοινωνείς και να αναπτύσσεις δεσμούς με ανθρώπους. Δεν χρειάζεται να έχεις φίλους. Έτσι τους είχαν ονομάσει, «φίλους», τότε μου είχε φανεί αστείο το άκουσμα της λέξης τούτης.

Μια μέρα θυμάμαι από έναν κύριο με ακριβό κουστούμι και καπέλο από κάστορα είχα κλέψει κάτι φύλλα και ένα χοντρό πινέλο. Συνήθως έτσι έβγαζα το ψωμί μου κλέβοντας, αφού στα εργοστάσια τα λεφτά έφταναν μονάχα για κάνα ύφασμα να ζεσταίνεσαι τον χειμώνα. Θυμάμαι μικρός και μίζερος να στέκομαι μπροστά από την επιχρυσωμένη πράσινη πόρτα του παντοπωλείου και να δειλιάζω για κάποιο περίεργο λόγο. Οι παλμοί μου ανέβαιναν και το επάνω χείλος μου ίδρωνε όταν έκανα το παράλογο. Αντί να δώσω την πραμάτεια μου, έβγαλα ορισμένες πενταροδεκάρες και αγόρασα χρώματα, πολλά χρώματα, τόσα που δεν είχα ξαναδεί ποτέ και που τα μάτια μου βούρκωσαν απ’ την ποικιλία. Κι έφυγα τρέχοντας απ’ το μαγαζί και σωριάστηκα καταμεσής του δάσους με τους λεμονανθούς κι άρχισα με πάθος να ζωγραφίζω. Ο τρόπος που το ένα χρώμα άγγιζε το άλλο, ο τρόπος που επέμβαινε και κυριαρχούσε στο άλλο, μα έπειτα ξάφνου άλλαζαν και τα δυο γινόταν κάτι ενιαίο, κάτι πιο όμορφο. Και ζωγράφισα το Μοσχοβίτικο ποτάμι, το μόνο μέρος που ‘χα αγαπήσει, μα αντί για νερό έρεε αίμα. Δεν ξέρω γιατί, απλώς το πορφυρό ταίριαζε περισσότερο. Εκείνο το σούρουπο έκανα κάτι που λεγόταν «τέχνη», όπως έμαθα αργότερα.

Μα έπειτα από κάμποσο καιρό στο δωμάτιο του ορφανοτροφείου που έμενα μαζί με άλλα είκοσι παιδιά, μπούκαραν οι φύλακες όπου ο πρώτος μεταξύ τους κρατούσε σφιχτά την ζωγραφιά μου και με τα ρόπαλα και τα πιστόλια τους να μας σημαδεύουν φώναξε, «ποιος τόλμησε να ζωγραφίσει;». Εγώ θυμάμαι είχα παγώσει, αφού το σώμα μου είχε μουδιάσει και το λαρύγγι μου έτρεμε. «Εγώ» αποκρίθηκε τότε μια γαλήνια γυναικεία φωνή. Ήτανε η διευθύντρια του ιδρύματος. Τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου της φανέρωναν μια βαθιά επιθυμία για κάτι που την λέξη δεν ήξερα ακόμη. Ανάθεμα! Εκείνο το σούρουπο την έπιασαν οι φύλακες και δεν την είδα ποτέ ξανά. Από ‘κείνη την μέρα το λοιπόν, ορκίστηκα να μάθω ποια λέξη περιέγραφε την θέρμη, την άδολη ευτυχία, την αίγλη και το θάρρος που όλα μαζί είχαν αποτυπωθεί ξάστερα σ’ αυτό το γυναικείο πρόσωπο.

Και τα χρόνια περνούσαν, τα μούσια βγαίναν, τα μάτια γίνουνταν πιο κοφτερά, ο νους έπηζε. Δούλευα στο ίδιο πόστο, στην ίδια θέση κάνοντας το ίδιο πράγμα, να κουμπώνω το κονσερβοκούτι φεγγάρι πίσω απ’ το φεγγάρι, μα όταν τελείωνα την κοπιώδη εργασία, έτρεχα φοβισμένος και στα κρυφά στο παντοπωλείο κι αγόραζα βιβλία. Ήθελα να γίνω και εγώ Σπουδαίος Άνθρωπος. Και διάβαζα ενθουσιασμένος την μια σελίδα έπειτα από την άλλη μα τόσες λέξεις και από νόημα τίποτε. Λίγα πράγματα είχα καταλάβει τότε. Ένα από αυτά θυμάμαι ήταν ο τύπος της προσωπικότητάς μου. Η προσωπικότητά μου κινούνταν λέει σε μια αντιφατική πορεία, καθώς αντιλαμβανόταν σε ορισμένο βαθμό το όλο των κοινωνικών όρων, μα η αντίληψη του αυτή ήτανε στατική αντανακλώντας τους συγκεκριμένους όρους  σαν ένα «είναι ως έχει». Ο τύπος αυτός έγραφε το βιβλίο, εκδηλώνεται ιδιαίτερα όπου και όποτε η ανθρώπινη στάση και επενέργεια αντιμετωπίζονται ως υποχρεώσεις. Είναι ακριβώς αυτός που ωθεί το άνθρωπο να επιδίδεται με ενθουσιασμό και αυταπάρνηση στην επαναλαμβανόμενη εργασία. Ήμουν περήφανος που είχα γαλουχηθεί με αυτόν τον τρόπο και δεν ήμουν προδότης της Ρωσίας. Επίσης ιδιαίτερη χαρά με διακατείχε θυμάμαι την μέρα που διάβασα για την θρησκεία. Έμαθα για την πίστη, το ύψιστο ιδανικό, για το πεπερασμένο της ανθρώπινης λογικής και για την ανικανότητα γνωσιμότητας του κόσμου, μα και για την έμφυτη ανάγκη για καθοδήγηση. Μια πίστη που σε κάθε βιβλίο συνδεόταν άμεσα με την αφοσίωση στον τσάρο, που σοφός και παντοδύναμος μόνον αυτός είχε την ικανότητα να δίνει εντολές και να δημιουργεί κοινωνίες που στους κόλπους τους κυοφορεί η ειρήνη κι η ευημερία. Ο Θεός έμοιαζε του τσάρου. Ήμουν τόσο περήφανος που συμφωνούσα σε όλα με το σύνθημα που κυκλοφορούσε στους πολιτικούς κύκλους και ήταν, «Απολυταρχία, Ορθοδοξία, Έθνος», όπως είχε διατυπωθεί αυτολεξεί κάποτε από τον Υπουργό Παιδείας Ουβάροφ.

Κι αυτή ακριβώς η περηφάνια με έκανε να πράξω φριχτά. Θυμάμαι ήταν μεσάνυχτα, το φεγγάρι δέσποζε ανάμεσα στα άστρα της ξάστερης νύχτας και διάχεε το λυκόφως του στο πηχτό χιόνι που λαμπύριζε και φώτιζε την γη. Το ένα μικρό βήμα ύστερα απ’ το άλλο και με τις μπότες να χαράσσουν τις ένοχες πατημασιές μου περπατούσα σιωπηρά στα λιθόστρωτα σοκάκια που μύριζαν έντονα ψημένο, καυτό καφέ. Στάθηκα τότε στο κατώφλι του πέτρινου μαγαζιού, έσπρωξα τα ξύλινα φύλλα της πόρτας και μεμιάς το φως του τρεμάμενου κεριού στραφτάλισε το μέταλλο του luger όπλου μου.

Βημάτισα τότε αργά, ώσπου μπροστά μου ορθώθηκε μια γεροδεμένη πλάτη καλυμμένη με ένα μπορντό παλτό, ένα σβέρκο λυγισμένο προς την μεριά ενός ξεθωριασμένου βιβλίου και δίπλα στο δεξί σαπισμένο χέρι της φιγούρας δέσποζε μια σκονισμένη κούπα γεμάτη με κόκκους καφέ. Δίχως δεύτερη σκέψη τέντωσα το χέρι, άγγιξα με το μέταλλό μου το ινιακό οστό του κεφαλιού του και πίεσα με περίσσιο εγωισμό την κάνη. Οι πιτσιλιές του αίματος έβαψαν απαλά τις κίτρινες σελίδες και συγκεκριμένα μια λέξη που γέμιζε όλη την σελίδα, «επανάσταση».

Τούτα τα μεσάνυχτα σκότωσα τον δολοφόνου του αφεντικού μου στο εργοστάσιο. Με την κάνη να καπνίζει ακόμη και τον νου μου να χουγιάζει απ’ την ζάλη του φόνου, εκείνη την δύσμοιρη στιγμή ένιωσα μια γλυκιά αγαλλίαση που μου ψιθύριζε πως εκπλήρωσα το καθήκον μου. Ο άνθρωπος που κείτονταν νεκρός μπροστά μου ήταν ένα «επιστήμονας», έτσι αποκαλούνταν οι χειρότεροι εχθροί του έθνους, όπου με ζήλο κήρυττε τις ανισομέρειες και την ολιγαρχία του φεουδαρχικού συστήματος, το αυθαίρετο του τσάρου και την ανεπάρκεια του θρησκευτικού δόγματος να εξηγήσει τους νόμους που διέπουν τον κόσμο. Μα σε έναν κόσμο γεμάτο κωφούς δύσκολα κάποιος να ακούσει την αλήθεια σου. Και για τα πιστεύω του λοιπόν, σκότωσε το αφεντικό κι όλοι μας γινήκαμε άνεργοι και πια δεν είχαμε την έγνοια του τσάρου αφού όλοι μας χαρακτηριστήκαμε συνένοχοι. Σκέψου ο Θεός να μην νοιάζεται για σένα, τι να την κάνεις την ζωή σου τότε; Και τρομοκρατημένος αυθόρμητα γράπωσα το κιτρινισμένο βιβλίο του νεκρού και γρήγορα κρύφτηκα στο κουρνιαχτό της νύχτας.

Κι ο καιρός περνούσε κι η Μόσχα με τα θρυμματισμένα σπίτια της, τους λασπωμένους μαχαλάδες, τους αδιάφορους ανθρώπους ασχήμαινε, κι εγώ ασχήμαινα μαζί της. Τα μάγουλά μου κρεμούσανε, τα βλέφαρα βάραιναν και τα κόκκαλα έτριζαν. Ποτέ κανείς δεν με κατηγόρησε για τον φόνο. Η ανάμνηση του ανθρώπου με το μπορντό παλτό σβήστηκε στο μεταβλητό παρελθόν σα να μην υπήρξε, σα να μην έζησε ποτέ. Διωγμένος από τον τσάρο όμως, δεν έβρισκα πουθενά δουλειά, τριγυρνούσα μονάχα σε γκρίζους καφενέδες και ζητιάνευα. Μερικές φορές όταν κουραζόμουν έσερνα το κουφάρι μου σε μια καρέκλα και παρατηρούσα τους ψυχρούς ανθρώπους να ρουφούνε τα τσιγάρα και να σπαταλάνε το σάλιο τους επάνω στο μεγάλο ζήτημα του κόσμου. Το λαχείο. Μιλούσαν για αριθμούς και λεφτά ώρες ατελείωτες κι έπειτα πήγαιναν σπίτια και κοιμούνταν με χαλκευμένες προσδοκίες και κενούς στόχους. Μα ποτέ τους δεν συζητούσαν για το πώς θα αξιοποιούσαν όλα αυτά τα λεφτά. Τους μπέρδευε η δύναμη, δεν ήξεραν πώς να την τιθασεύσουν.

Ώσπου ένα πρωινό κάτω από μια ανθισμένη ροδιά στον καφενέ τρεις άντρες με παχιά γένια και πυρωμένα μάτια παρήγγειλαν ναργιλέ κι η γλώσσα λύθηκε κι η μιλιά βγήκε κι ήταν η άτιμη τόσο όμορφη. Ήταν λέει κι οι τρεις σπουδαίοι θαλασσόλυκοι, είχαν γυρίσει κάθε άκρη της γης, γνώριζαν τα μυστικά της, τις ενοχές της και μιλούσαν για όνειρα, για πόθους, για απωθημένα και για αγάπες. Μα έπειτα παρήγγειλαν κρασί κι η κουβέντα βάρυνε. Το κρασί τούς θύμισε αίμα και μίλησαν για τον θάνατο και για την συμφορά. Μα έπειτα η κουβέντα γίνηκε ψίθυρος. Μίλησαν για την Δεκεμβριανή επανάσταση και τα πρόσωπά τους φωτίστηκαν, μέσα τους έλαμψε το όνειρο μιας αλλιώτικης εποχής κι ευτύς θυμήθηκα την θέρμη του προσώπου της διευθύντριας. Και τότε επιτέλους βρήκα την λέξη που τόσο έψαχνα. «Επανάσταση». Αχ πώς την θυμάμαι την μέρα τούτη. Την μέρα που αναστήθηκα από την λήθη μου.

Κι αφού για πρώτη φορά άκουσα λόγια με νόημα, μεμιάς έτρεξα αλαφιασμένος με το τρύπιο ύφασμά μου να σφυρίζει στον νοτερό αγέρα στο μικρό ξύλινο σπίτι μου. Άναψα το μισοκαμμένο κερί, άνοιξα δειλά το παραθυρόφυλλο, μπερδεύτηκε το υγρό χώμα με την δυσοσμία του ιδρωμένου μου κορμιού και στο σάπιο ξύλινο πάτωμα ακούμπησα το κιτρινισμένο βιβλίο. Δεν το είχα πετάξει, γιατί δεν ήθελα να ξεχάσω. Μπορεί το κόμμα να άλλαζε το παρελθόν, μα εγώ ήξερα την αληθινή εκδοχή του. Με ευλάβεια άγγιξα τότε το σκουρόχρωμο, σκληρό εξώφυλλο και το άνοιξα όταν άρχισα να διαβάζω απ’ την πρώτη ματωμένη λέξη, επανάσταση. Και τούτη την βροχερή νύχτα επέτρεψα τις βαθιές ακατάλυτες φωνές της να με παρασύρουν απ’ την πλάνη στην αλήθεια.

Κι οι σελίδες έγραφαν, «στην κοινωνία πάντα γίνεται μια αδιάκοπη και νομοτελειακή πάλη στις προοδευτικές δυνάμεις και τις δυνάμεις της αντίδρασης. Ο τσάρος και το κόμμα προσπαθούν να υποτάξουν την επιστήμη στα θρησκευτικά δόγματα και να σπείρουν την δυσπιστία στο ανθρώπινο λογικό. Μα ο σκεπτικισμός για την αμφιβολία της αξιοπιστίας του εξωτερικού κόσμου και για την αξιοπιστία της ανθρώπινης γνώσης δεν είναι παρά μια πλάνη. Η φιλοσοφία του κόμματος είναι η σιωπηρή άρνηση τόσο της εγκυρότητας της εμπειρίας, του αισθητηριακά συγκεκριμένου όσο και της ύπαρξης αντικειμενικής πραγματικότητας. Μα όπως είχε πει κι ο Μπελίνσκι, ο αφηρημένος ιδεαλισμός οδηγεί πάντοτε σε αυθαίρετες αντιλήψεις και συλλογισμούς, επειδή τα γεγονότα της αντικειμενικής πραγματικότητας που αυτός αρνείται, δεν τον εμποδίζουν να νόμιζε πως τα χάρτινα σπιτάκια του είναι πραγματικοί πύργοι ιπποτών. Κι όσον αφορά την εργασία, ο άνθρωπος μετατρέπεται σε βιομάζα, δεν είναι το κυρίαρχο παραγωγικό ον, μα απλώς ένας κρίκος της παραγωγικής διαδικασίας. Ένας λαός λοιπόν, εξαντλημένος, αμόρφωτος, μισαλλόδοξος, απόμακρος, με μόνο λόγο ύπαρξης το λαχείο. Πώς να ζητήσεις κάτι καλύτερο, πώς να επαναστατήσεις αν δεν έχεις συνείδηση μωρέ; Λαέ μη συμβιβάζεσαι ποτέ, διάβασε, μάθε, κρίνε γιατί σου αξίζει να ζεις ανθρώπινα κι ελεύθερα. Και τότε μονάχα κατάλαβα πως η μαμά κι ο μπαμπάς δεν ήτανε ποτέ προδότες, μα ήρωες της ένδοξης Ρωσίας.

Και σήμερα με τα χέρια ανοιχτά, γυμνός στην μέση της κόκκινης πλατείας, με το πλήθος με τις μαύρες μούρες να ‘χει σχηματίσει έναν κύκλο γύρω μου και να κοχλάζει φωνάζοντάς με προδότη και τρελό, ένιωσα μια εμπιστοσύνη στον άνθρωπο. Πίστεψα σε αυτόν για πρώτη φορά. Μα το τουφέκι αντικριστά μου εκπυρσοκρότησε κι ο λαιμός μου τινάχτηκε προς τα πίσω καθώς η σφαίρα έσκιζε το ζαρωμένο μου μέτωπο. Και μεμιάς κυλίστηκα χάμω νεκρός. Κι η καύτρα έσβησε στο παγωμένο χιόνι. Και δεν έζησα ποτέ.

 

Берегите свои души, дорогие люди.

Φυλάξτε τις ψυχές σας, αγαπητοί άνθρωποι.

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μητράκας.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *