Νίκος Καζαντζάκης

«Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δεν σωθεί, εγώ φταίω.»

Ο Νίκος Καζαντζάκης συνιστά ένα από τα μεγάλα κεφάλαια της νεοελληνικής λογοτεχνίας με πλούσιο λογοτεχνικό, ποιητικό και μεταφραστικό έργο. Ήταν ένας από τους πιο σεβαστούς από τον λαό και από τους πιο αναγνωρισμένους πλέον στο εξωτερικό, συγγραφείς.

Ο Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου του 1883 μια εποχή κατά την οποία το νησί ήταν τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο πατέρας του, ονόματι Μιχάλης ήταν έμπορος γεωργικών προϊόντων και καταγόταν από το χωριό με ρίζες τους Βαρβάρους, όπου σήμερα βρίσκεται το μουσείο Καζαντζάκη. Η μητέρα του ήταν η Μαρία Χριστοδουλάκη κι είχε δύο αδελφές την Αναστασία και την Ελένη, ενώ είχε κι έναν αδερφό τον Γιώργο που πέθανε σε βρεφική ηλικία. Στο Ηράκλειο δέχεται την στοιχειώδη μόρφωση κι έπειτα στην Νάξο έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τον πολιτισμό του δυτικού κόσμου, μαθαίνοντας παράλληλα την γαλλική κι ιταλική γλώσσα.

Το 1902 εγκαθίσταται στην Αθήνα όπου σπουδάζει νομική. Το 1906 παίρνει το δίπλωμα του διδάκτορα της νομικής με άριστα από το πανεπιστήμιο Αθηνών και την ίδια χρονιά κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα με το μυθιστόρημα «Όφις και Κρίνο», το δοκίμιο «Η αρρώστια του αιώνος» κι έπειτα το θεατρικό έργο «Ξημερώνει». Ταυτόχρονα αρθρογραφεί σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά με το ψευδώνυμο Ακρίτας, Κάρμα Νιρβαμή και Πέτρος Ψηλορείτης.

Το 1907 ξεκινάει μεταπτυχιακές σπουδές στα νομικά, στο Παρίσι. Παράλληλα παρακολουθεί διαλέξεις του υπαρξιστή φιλόσοφου Ανρί Μπερξόν και μελετά το έργο του Νίτσε. Οι δυο αυτοί φιλόσοφοι άσκησαν τεράστια επίδραση πάνω του. Το 1910 εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα και το 1911 παντρεύεται τη Γαλατεία Αλεξίου. Επίσης, ο ίδιος είναι ένας εκ των ιδρυτών του Εκπαιδευτικού Ομίλου, όπου μέσω του σωματίου συνδέεται φιλικά με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Μαζί ταξιδεύουν στον Άγιον Όρος και εκεί είναι που ο Καζαντζάκης γνωρίζει το έργο του Δάντη, ο οποίος χαρακτηρίζεται μεταξύ άλλων στα ημερολόγιά του ως δάσκαλός του.

Τον 1917 επιδιώκει να εκμεταλλευτεί ένα λιγνιτωρυχείο στην Πελοπόννησο, κίνηση που θεωρείται από τα πρώτα επιχειρηματικά του βήματα, και προσλαμβάνει έναν εργάτη ονόματι Γιώργη Ζορμπά. Οι εμπειρίες μαζί του θα μετουσιωθούν αργότερα στο μυθιστόρημά του «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» που περιγράφεται η φιλία μεταξύ ενός διανοούμενου κι ενός λαϊκού ανθρώπου που συνιστά την προσωποποίηση της μπερξονικής ιδέας της «ζωικής ορμής». Το 1924 γνωρίζει την δεύτερη σύζυγο του Ελένη Σαμίου.

Ο Καζαντζάκης με το πλήθος των ταξιδιών του μυείται σε διάφορες αντιλήψεις κι ιδεολογίες. Στην Βιέννη έρχεται σε επαφή με το έργο του Φρόιντ και τον Βουδισμό. Στο Βερολίνο γνωρίζει τις κουμμουνιστικές αντιλήψεις και γίνεται θαυμαστής του Λένιν. Και με αυτόν το τρόπο τα εθνικιστικά του ιδεώδη αντικαθίστανται από διεθνιστικά.

Ο νους του Καζαντζάκη λοιπόν, απ’ τα νεανικά του κιόλας χρόνια ήταν ανήσυχος, ταλανιζόταν από θεμελιακά προβλήματα με μια μεταφυσική αγωνία, όπως αναφέρουν οι μελετητές του. Ανησυχίες θρησκευτικές λοιπόν, αναζωπυρώνουν μέσα του και ωθούν τον νέο αυτό νιτσειστή σε δυσχερείς θέσεις, όπως την σύγκρουση με την εκκλησία.

Η μυστικιστική και σκοταδιστική αντίδραση των θρησκευτικών θεσμών στο ευρύ έργο του Καζαντζάκη είναι έντονη. Συγκεκριμένα ο «Τελευταίος Πειρασμός» προστέθηκε το 1954 στο Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το καταργηθέν πλέον Index Librorum Prohibitorum. Ο ίδιος κατηγορείται ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα από τον «Καπετάν Μιχάλης» και τον «Τελευταίου Πειρασμού».

Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της εκκλησίας για τον αφορισμό του, γράφει σε επιστολή του: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ.»

Ο Νίκος Καζαντζάκης μάλιστα έχει προταθεί και για βραβείο Νόμπελ. Ειδικότερα, προτάθηκε εννιά χρονιές, με συνολικά δεκατέσσερις διαφορετικές προτάσεις, τέσσερις απ’ τις οποίες ήταν από την Ελλάδα και σε δυο απ’ αυτές συνυποψήφιος με τον Άγγελο Σικελιανό. Η υποψηφιότητα του, όμως σπιλώθηκε από συντηρητικούς κι αντιδραστικούς πολιτικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους.

«Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβούμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος.»

Ο Καζαντζάκης απεβίωσε στις 26 Οκτωβρίου του 1957 αφού είχε προσβληθεί από λευχαιμία. Η σορός του μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Η γυναίκα του Ελένη Καζαντζάκη ζήτησε από την εκκλησία της Ελλάδος να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα αλλά ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών απέρριψε την επιθυμία της. Κι έτσι, η σορός μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο κι η ταφή έγινε στην Τάπια Μαρτινέγκο.

Συνοψίζοντας, ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν ένας Έλληνας άξιος θαυμασμού. Ένας άνθρωπος με σπουδαία πνευματικότητα κι ηθική αρτιότητα. Άφησε πίσω του μια πλούσια παρακαταθήκη για την ανθρωπότητα κι είμαστε όλοι μας ευγνώμων γι’ αυτό.

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μητράκας.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *