"Πολεμώντας τον Φασισμό"

«Η μνήμη μας χαράσσεται με αίμα στην καταγεγραμμένη ιστορία, μα το βιβλίο των αναμνήσεων παραμένει ανοιχτό κι αυτήν την φορά εμείς κρατούμε την πένα».

Σε ένα ψυχρό δωμάτιο περπατώ ανήσυχος πάνω κάτω, καθώς ένας ώριμος στοχασμός κυλά ορμητικά στο κορμί μου σα το αίμα στις φλέβες μου. Στο γαλήνιο φεγγοβόλημα της λάμπας κοκκινίζουν τα μάγουλά μου, αγριεύουν τα μάτια μου και στα ακροδάχτυλά μου κείτεται η ασπρόμαυρη, ξεθωριασμένη φωτογραφία του προπάππου μου, του Στέργιου.

Και ξάφνου το βουητό που τόσην ώρα στροβιλιζόταν στις κόγχες του μυαλού μου, επιτέλους σιγάει κι οι σκέψεις μου από θαμπές αρχίζουν να γίνονται καθάριες. Θυμούμαι για μια στιγμή την ιστορία που μου ‘λεγε συνέχεια η γιαγιά μου για τον Στέργιο με περίσσεια περηφάνεια και φόβο και συγκινούμαι.

Ήτανε λέει, ένας γέρος, άρχοντας με τραγίσια γένια και πύρινη ματιά, με μυαλό ανθρώπου που πολεμά για τα πιστεύω του και καρδιά επαναστάτη. Κάθε σούρουπο έβγαινε στην πόρτα, έπιανε ανώφλι, κατώφλι, κολώνες, όλο το σπίτι σειότανε και στα δυο γαλάζια μάτια του καθρεφτιζότανε ο κόσμος ολάκερος. Δεν του άρεσε του γέρου ο κόσμος, του φαινότανε μικρός κι άσκημος σα να ‘τανε ένα κομμάτι σχισμένο λευκό χαρτί που κανείς δεν μπορούσε να γράψει πάνω του, παρά μονάχοι λίγοι. Τον αηδίαζε τον γέρο τούτο το λευκό κενό. Δεν του άρεσαν οι άνθρωποι, του φαινόταν πολλά φτενοί και δειλοί σα σκύλοι με λιωμένο δέρμα τόσο που βγαίναν τα κόκκαλα και δεν είχαν πια σθένος να γαβγίσουν.  

Ο γέρος τότε κάθε φορά έστριβε το μουστάκι του και ψηλάφιζε την ουλή τού Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στην άκρα του προσώπου του, γιατί δεν ήθελε ούτε μια μέρα να ξεχάσει. Να ξεχάσει όλους αυτούς που πολέμησε στο πλάι τους, που σκοτώθηκαν για την λευτεριά, μια λέξη τόσο ιερή όσο κι ο ίδιος ο Θεός! Κι εκεί που ατένιζε τις ελιές, τις ροδιές και το γιασεμί στην καρδιά της αυλής ψιθύριζε πάντα πράα, «τουλάχιστο τότε ξέραμε πώς θα πολεμήσουμε. Με φισεκλίκια και τουφέκια» και με αργά βήματα χυνότανε πάλι στην κάμαρά του.

Ώσπου ένα δειλινό με τη γης να μυρίζει κοπριά κι αρμπαρόριζα και την καταιγίδα όξω να τσακίζει τις σκεπές και τις πέτρες, ντύθηκε ο γέρος ξανά στρατιώτης και στο χέρι του γερά κρατούσε το σκουριασμένο τουφέκι. Η ανάσα του πάφλαζε κρασάτη και τα μάτια του ήτανε βουρκωμένα. «Μαρίκα! Μαρίκα!» κραύγαζε αγανακτισμένος. Κι η κακομοίρα η γυναίκα ίσα που φάνηκε στην άκρα της κουζίνας κι ο γέρος άρχισε με μανία να κουνά την κάνη πέρα δώθε και να παραμιλά.

Έλεγε, «Μαρίκα, γυναίκα μου, ομορφιά μου! Αλήθεια εκεί στα βουνά της Αλβανίας, εκεί που σφυρίζανε οι σφαίρες στον βουβό αγέρα, εκεί που οι κραυγές των ανθρώπων ηχούσαν τόσο μελωδικά σαν σονάτα του Μπετόβεν, ξέρεις πέρα από τον θάνατο τι άλλο έβλεπαν τα δύσμοιρά μου μάτια; Έβλεπαν μια ξανθιά γυναίκα με κατσαρωτά φρύδια, με στενά και μισανοιγμένα τα χείλη της, με μπλαβιασμένα μελίγγια και τυλιγμένα με ένα αγκάθινο στεφάνι να στέκεται γονατιστή στην μέση του πολέμου. Ολόγυρα στην μέση της ζωσμένη ήτανε με όπλα και χειροβομβίδες. Το ξανθό ετούτο θηλυκό ωρέ Μαρίκα ήτανε η Ελλάδα κι η γυναίκα έστεκε στα γόνατα με τα αίματά της να τρέχουν στα κόκκαλα των παιδιών της. Και ξέρεις μωρέ γυναίκα ποιος έφταιγε γι’ αυτό;» ούρλιαζε τώρα ο γέρος και δάκρυα χοντρά αυλάκωναν το σκληρό του μούτρο. «Ο φασισμός, ο καταραμένος φασισμός!» είπε και σωριάστηκε στην ξύλινη καρέκλα ο Στέργιος κατάκοπος. Ψέλλισε ο μεθυσμένος για στερνή φορά, «γυναίκα οι φοιτητές είναι στο Πολυτεχνείο και πολεμούν αυτό το ύπουλο θεριό. Πρέπει να πάω να τους βοηθήσω Μαρίκα άκουσέ με! Δεν ξέρουν αυτοί, είναι μικρά κι αθώα τα νιάτα!».

Μα η γυναίκα τότε με τόλμη πλησίασε τον άντρα κι η κρυστάλλινη παλάμη της άγγιξε το καυτό του μάγουλο. Έγειρε το κεφάλι της και του ψιθύρισε γλυκά, «ηρέμησε Στέργιο μου, οι φοιτητές είναι πιο δυνατοί απ’ ότι νομίζεις και θα μας σώσουν με τις λέξεις, δεν χρειάζονται τουφέκια αυτοί. Δεν θα περάσει ο φασισμός, ηρέμησε». Η μέρα ήτανε 17 Νοέμβρη 1973.

Κι όσην ώρα ψηλάφιζα την ασπρόμαυρη φωτογραφία του και ζωντάνευα με τον νου μου τον προπάππου μου, το κορμί μου ανατρίχιαζε κι η καρδιά μου σπαρτάριζε από τον φόβο και το δέος. Και ξάφνου η πόρτα έτριξε κι η όψη της γιαγιάς μου πρόβαλλε δειλά. Μια λεπτή λωρίδα φωτός χύθηκε τότε στο πρόσωπό μου. Το επάνω χείλος μου γυάλιζε από τον ιδρώτα, τα μάτια μου πρησμένα ήτανε και τα χέρια μου τρέμανε.

«Αγόρι μου, ένας αστυνομικός στέκεται στο κατώφλι και ζητά να σε δει» ψέλλισε με μια σπασμένη φωνή.

Και τούτη την στιγμή μέσα μου βαθιά ήχησε μια φωνή τόσο καθάρια σα την βία του φασισμού που ‘λεγε «εσείς κρατάτε τώρα την πένα, ατίθασα νιάτα!».       

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μητράκας.

1 comment on “Ο Καταραμένος Φασισμός

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *