Λίγα ζητήματα έχουν τη δύναμη να διχάσουν και να ενώσουν το ελληνικό πανεπιστήμιο όσο οι συζητήσεις για την ιδιωτικοποίηση της παιδείας. Πρόκειται για μια νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης Μητσοτάκη που συζητιέται ήδη απ’ τις εποχές που ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν στο τιμόνι της χώρας και η ΝΔ στην αξιωματική αντιπολίτευση. Κάτι η πανδημία, κάτι ο πόλεμος στην Ουκρανία, κάτι τα Τέμπη, οι πλημμύρες και οι λοιπές θεομηνίες που τάραξαν την Ελλάδα, η πρωτοβουλία παρέμεινε για καιρό εκεί ακριβώς: στο στάδιο της πρωτοβουλίας. Η παντοδυναμία της ΝΔ, ωστόσο στις τελευταίες εκλογές, έδωσε αέρα στην κυβέρνηση και πήρε αέρα απ’ τους αντιπάλους της. Η ιδιωτική παιδεία γίνεται σιγά σιγά πράξη, με τη διαβούλευση να έχει ήδη ξεκινήσει και το νομοσχέδιο να κατατίθεται κι επισήμως μέσα στο Φεβρουάριο. Τι είναι όμως αυτή η περιβόητη ιδιωτική παιδεία και πώς θα εφαρμοστεί στην ελληνική έννομη τάξη;

Καταρχήν, η παιδεία στην Ελλάδα παρέχεται αποκλειστικά απ’ το ελληνικό κράτος. Το Σύνταγμα και το ΣτΕ δεν άφηναν τα χρόνια μετά την Μεταπολίτευση την παραμικρή αμφιβολία σχετικά με τον δημόσιο χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Για πολλούς εδώ τελειώνει η ιστορία. Εφόσον το λέει το Σύνταγμα, δεν υπάρχουν περιθώρια ερμηνειών κι αμφισβητήσεων. Όπως όμως μαθαίνουν όλοι οι πρωτοετείς φοιτητές Νομικής, το Σύνταγμα δεν είναι οι δέκα εντολές του Θεού στον Μωυσή. Είναι ένα κείμενο ζωντανό, που αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα της κοινωνίας η οποία το νομιμοποιεί και υπέρ της οποίας υπάρχει. Με λίγα λόγια, τα Συντάγματα αναθεωρούνται. Και το εν λόγω άρθρο, το 16 του Συντάγματος, έχει υπάρξει πολλές φορές αντικείμενο συζητήσεων σχετικά με την αναθεώρησή του, με τελευταία τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019.

Ο λόγος; Χωρίς να μακρηγορήσω, τα επιχειρήματα περιστρέφονται κυρίως γύρω απ’ την ιδιωτική φύση λοιπών θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως η ενέργεια και η υγεία. Ο αστός της Ελλάδας μπορεί να κάνει συμβόλαιο με την εταιρία φυσικού αερίου της επιλογής του, να παίρνει το ίντερνετ του από όποιον πάροχο διαλέξει και να επισκέπτεται την πανάκριβη πολυκλινική της αρεσκείας του για να φροντίσει την υγεία του, χωρίς να επαφίεται αποκλειστικά στις αντίστοιχες δημόσιες δομές. Κι ενώ παραδόξως μπορεί να στείλει το παιδί του σε φροντιστήριο, παρακάμπτοντας την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δε μπορεί να το στείλει σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο για να σπουδάσει. Βλέπετε την ανακολουθία;

Έπειτα είναι και η ΕΕ στη μέση. Βασική αρχή του ευρωπαϊκού δικαίου είναι μέσες άκρες ότι ο Ευρωπαίος πολίτης έχει το δικαίωμα να ανοίγει την επιχείρησή του και να δουλεύει σε όλα τα κράτη-μέλη με τους ίδιους όρους που θα το έκανε στο δικό του. Πώς θα μπορούσε λοιπόν ο κολλεγιάρχης της Ισπανίας να ανοίξει το δικό του κολλέγιό στην Ελλάδα; Πώς θα μπορούσε ο Σουηδός γιατρός που τελείωσε το Χάρβαρντ να δουλέψει στην Ελλάδα; Η χώρα μας στερεί απ’ τους ανθρώπους αυτούς τη δυνατότητα να δραστηριοποιηθούν εδώ, ή όταν τους το επιτρέπει, τους θέτει γραφειοκρατικά εμπόδια τόσο απροσπέλαστα, που δεν αξίζει καν τον κόπο να έρθουν εδώ. Η κατάσταση αυτή έχει μεγάλο κοινωνικό και οικονομικό κόστος για την Ελλάδα και την αφήνει πίσω σε επενδύσεις και ανθρώπινο δυναμικό σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους της.

Καλά όλα αυτά, όμως το Σύνταγμα δεν αναθεωρήθηκε τελικά και οι ευρωπαϊκοί νόμοι, όση δεσμευτικότητα και να έχουν, μόνο έμμεσα μπορούν να επιβληθούν στην ελληνική έννομη τάξη. Για πολλούς από μας, τα δημόσια πανεπιστήμια και το αναχρονιστικό πλαίσιο λειτουργίας τους, όσα προβλήματα κι αν παρουσιάζουν, είναι η τελευταία εγγύηση ισότητας απέναντι σε έναν διαρκώς ανισότερο κόσμο. Οι πανελλήνιες, με όλα τα κουτσά και τα στραβά τους, είναι ίσως και η τελευταία αξιοκρατική διαδικασία που έχει απομείνει λειτουργική, εκεί όπου τα χρήματα, οι γνωριμίες και οι λαμογιές δεν περνάνε κι όλοι κρίνονται στο τέλος της ημέρας αντικειμενικά.  Κι άντε να δεχτούμε ότι όλοι έχουν μια δεύτερη ευκαιρία στην τριτοβάθμια εκπαίδευση κι ότι το κράτος δεν δικαιούται να απαιτεί το μονοπώλιο. Εμπιστεύεται κανείς την κυβέρνηση να το εφαρμόσει;

Κι εκεί, φίλοι αναγνώστες, έγκειται το μεγαλύτερο πρόβλημα. Η έλλειψη εμπιστοσύνης του Έλληνα απέναντι στο κράτος και ιδιαίτερα απέναντι στην εκτελεστική εξουσία. Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι μονόπλευρο, γιατί και οι κυβερνήσεις γενικά δεν κάνουν και πολλά για να βοηθήσουν τους πολίτες να τις εμπιστευτούν. Είδαμε που οδήγησαν οι ιδιωτικοποιήσεις και το σπάσιμο του κρατικού ομφάλιου λώρου στο πρόσφατο παρελθόν. Τα Τέμπη, ο σκανδαλώδης αριθμός των θανάτων εκτός ΜΕΘ κατά την περίοδο της πανδημίας, η έκρηξη των τιμών ενέργειας μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία κι άλλα, όλα περιστατικά που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην ίδια συνισταμένη: την πρόχειρη, αντίθετη στα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου κι έναντι πινακίου φακής ιδιωτικοποίηση απ’ τους κρατικούς αρμόδιους φορείς. Άντε να πειστείς μετά ότι με τα πανεπιστήμια θα είναι αλλιώς.

Θα τηρούνται τα ίδια στάνταρ δυσκολίας που έχει το ελληνικό πανεπιστήμιο; Θα υπάρχει αξιοκρατία; Θα είναι τα πανεπιστήμια αυτά κέντρα έρευνας και καινοτομίας ή θα καταλήξουν “πωλητές πτυχίων”; Μήπως σκοπός είναι να αγοράζονται κενά πτυχία από εκείνους που δεν επιθυμούν να κοπιάσουν όπως θα έκαναν στο δημόσιο πανεπιστήμιο και μετά θα καταλήξουν να λυμαίνονται τον πολύπαθο ελληνικό δημόσιο τομέα; Εκεί έχουν οδηγήσει την ελληνική κοινή γνώμη δεκαετίες κακοδιαχείρισης των δημόσιων πόρων και δεκάδες σκάνδαλα που ανά κύματα ταράζουν την ελληνική πολιτική σκηνή με μοτίβα σχεδόν εθιμικού χαρακτήρα.

Και τις καλύτερες προθέσεις να έχει η κυβέρνηση για το νομοσχέδιο των ιδιωτικών ΑΕΙ, λίγοι πλέον μπαίνουν στον κόπο να την πάρουν στα σοβαρά. Έχουν περάσει 5 σχεδόν χρόνια διακυβέρνησης της ΝΔ και πλέον λίγο πολύ γνωριζόμαστε με τους κυβερνόντες που εναλλάσσουν μεταξύ τους τα υπουργεία. Η πρακτική στον τομέα της παιδείας δεν είναι οι ριζικές τομές και οι μεταρρυθμίσεις, αλλά είτε επιδερμικές τροποποιήσεις που δεν αλλάζουν απολύτως τίποτα, είτε μέτρα που μόνο στόχο έχουν τη ρίξη με τους φοιτητές και την δαιμονοποίησή τους στα μάτια του ελληνικού λαού. Γιατί δε μπορώ να σκεφτώ άλλο λόγο που το νομοσχέδιο για το ν+2 ψηφίστηκε στο απώγειο της δεύτερης καραντίνας που τα πανεπιστήμια ήταν κλειστά και η πανεπιστημιακή αστυνομία, που έγινε αιτία για συγκρούσεις επί συγκρούσεων και τράβηξε σαν ιστορία χρόνια ολόκληρα, καταργήθηκε 9 μήνες μετά την ίδρυσή της.

Στόχος ήταν να προκαλέσουν τους φοιτητές, να κάνουν επεισόδια μέσα στα πανεπιστήμια με την αστυνομία, κι αφού όλες οι μεγάλες σχολές της Ελλάδας θα βρίσκονταν υπό κατάληψη ενάντια στα νομοσχέδια, όπως γίνεται τώρα, να βγουν με το δάχτυλο και να πουν “Σ’ αυτά τα μπάχαλα θέλετε να σπουδάσουν τα παιδιά σας; Γιατί αν δε θέλετε σάς έχουμε την εναλλακτική”. Τα πλεονεκτήματα της ιδιωτικής εκπαίδευσης που θα μπορούσαμε ως χώρα να αντλήσουμε, πάνε στράφι όταν πρόκειται να εφαρμοστούν απ’ αυτούς που θα τα εφαρμόσουν, με κίνδυνο αντί για πλεονεκτήματα να προκαλέσουν ακόμα περισσότερα προβλήματα στην ήδη βαθιά προβληματική τριτοβάθμια εκπαίδευση της χώρας μας. Ο ψεύτης βοσκός φωνάζει ακατάπαυστα εδώ και 4.5 χρόνια, και τώρα που οι κραυγές αφορούν τα καλά αγαθά της ιδιωτικής εκπαίδευσης, δυστυχώς δεν πείθει πλέον κανέναν…

Παίρνοντας την σκυτάλη απ’ τον Γιάννη θα ήθελα να ξεκαθαρίσω την έννοια της λέξης δημιουργία. Για να δημιουργήσεις κάτι καινούριο πρέπει να τροποποιήσεις κι άλλοτε να καταστρέψεις κάτι παλιό. Οι δυο αυτές έννοιες της δημιουργίας και της καταστροφής είναι στενά συνυφασμένες στο πλαίσιο της εξέλιξης. Η εξέλιξη που τόσο έχει εξοργίσει, ακούει στο όνομα, “ιδιωτικά πανεπιστήμια”. Το μεταίχμιο αυτής της εξέλιξης είναι το λεπτό σημείο που μας απασχολεί εδώ. Κάτω από τι κριτήρια θα εφαρμοστεί; Κριτήρια ικανά να δημιουργήσουν αξιοκρατικές μεθόδους αξιολόγησης ή κριτήρια που θα φτιάξουν μια ανισότητα τέτοιου βεληνεκούς όπου τα δημόσια πανεπιστήμια θα απαξιώνονται εντελώς;

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα απ’ την αρχή. Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης για την ίδρυση των ιδιωτικών πανεπιστημίων εμπεριέχει ένα πλήθος θετικών στοιχείων. Αρχικά, όπως έχει χιλιοειπωθεί, οι 40.000 φοιτητές που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν, πλέον θα έχουν το δικαίωμα της επιλογής να σπουδάσουν στην πατρίδα τους. Ταυτόχρονα, η δημιουργία ανταγωνισμού θα πατάξει επιτέλους τον εφησυχασμό και την τεμπελιά του δημόσιου μονοπωλίου. Η λέξη τεμπελιά ενδεχομένως να ακούγεται βαριά, αλλά σε πολλές περιπτώσεις είναι ιδανική. Η αλήθεια είναι ότι δίχως ανταγωνισμό δεν υπάρχουν ουσιαστικά κίνητρα που να ενθαρρύνουν την καινοτομία και την επιπλέον ερευνητική προσπάθεια. Ούτε υπάρχουν ουσιώδεις συνέπειες για την ανικανότητα και την αδιαφορία. Θα μπορούσε ένας καθηγητής να είναι επιστημονικά ανεπαρκής και πολλαπλά ακατάλληλος κι όμως να μην κινδυνεύει η θέση του. Θα μπορούσε να ακυρώνει διαλέξεις, να παραδίδει επιλεκτικά τμήματά της στο μισάωρο και να αποχωρεί, θα μπορούσε πάλι να χρειάζεται τρεις μήνες για να βαθμολογήσει είκοσι γραπτά κι ωστόσο να μην υπόκειται σε κανέναν έλεγχο κι αξιολόγηση.

Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια λοιπόν, θα συμβάλλουν στην διασύνδεση της χώρας μας με άλλα σπουδαία επιστημονικά διεθνή κέντρα, θα αναβαθμίσουν το επίπεδο της έρευνας και επιτέλους θα ανακτούσαμε ένα μέρος απ’ το σπουδαίο δυναμικό των Ελλήνων καθηγητών της διασποράς.

Όλα αυτά όμως δεν θα μπορούσαν να επιλυθούν εξίσου ικανοποιητικά απλώς και μόνο βελτιώνοντας το ήδη υπάρχον μοντέλο; Μια επαρκή χρηματοδότηση των δημοσίων πανεπιστημίων δεν θα βελτίωνε τις υποδομές, δεν θα παρείχε νέα κίνητρα για την έρευνα όταν το τυράκι πια είναι χρηματικό, δεν θα ανέβαζε το επίπεδο των πανεπιστήμιων μας; Η απάντηση είναι ναι. Δεν είναι ο ανταγωνισμός επομένως ο μόνος δρόμος για την εξέλιξη. Με μια επαρκή χρηματοδότηση θα μπορέσουμε να φτιάξουμε αμφιθέατρα ελκυστικά για διεθνή συνέδρια. Με μια επαρκή χρηματοδότηση θα μπορέσουμε να μελετήσουμε νέα ερευνητικά αντικείμενα επιτείνοντας παράλληλα την συνεργασία της χώρας μας με άλλα επιστημονικά θηρία.

Ναι, υπάρχουν παθογένειες στα δημόσια πανεπιστήμια. Υπάρχουν σοβαρά προβλήματα που χαίρουν ιδιαίτερης προσέγγισης. Υπάρχει ανομία, υπάρχουν βανδαλισμένα κτίρια, ελλιπής εργαστηριακός εξοπλισμός, μα απ’ την άλλη υπάρχουν και οι φοιτητές που σέβονται τον χώρο όπου γεννούνται σπουδαίες ιδέες, που θέλουν να προστατεύσουν με κάθε κόστος την πολύτιμη ελευθερία λόγου που ριζώνει σε κάθε σβώλο των ιερών αυτών ιδρυμάτων. Δεν φταίνε οι φοιτητές λοιπόν που απλώς υπερασπίζονται τα κατεχόμενα. Η πιο απλοϊκή μα συνάμα σωστή ερμηνεία είναι ότι δεν υπάρχουν λεφτά γι’ αυτό τα πανεπιστήμια μας μοιάζουν με ερημωμένα καταφύγια πολέμων άλλων εποχών.

Ας πούμε όμως ότι δεν υπάρχουν λεφτά. Κόβουμε από δω, κόβουμε από εκεί, πάλι λεφτά για την παιδεία δεν υπάρχουν. Υποθέτουμε ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα φέρουν μαζί τους επενδύσεις, φοιτητές, ερευνητικό προσωπικό κι όλη αυτή η θύελλα χαρμόσυνων θα τραβήξει μαζί της και τα δημόσια πανεπιστήμια. Πώς θα γίνει αυτό όμως; Είπαμε ο ανταγωνισμός. Κι αν ο ανταγωνισμός όμως είναι αθέμιτος; Αναλογιστείτε τα εξής. Αν τα πράγματα μείνουν ως έχουν θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε μια θρασύτατη αντίφαση. Απ’ την μια η εισαγωγή στην δημόσια εκπαίδευση περνάει από τις πανελλήνιες καθώς κι απ’ το νέο μέτρο της ΕΒΕ, ενώ στα ιδιωτικά ο καθένας με το σωστό αντίτιμο θα μπορεί να σπουδάζει ό, τι θέλει, ακόμη και το αντικείμενο για το οποίο δεν κρίθηκε ικανός να σπουδάσει στο δημόσιο. Επιπλέον ακόμη κι αν αυξηθεί κάπως η χρηματοδότηση των δημοσίων πανεπιστήμιων, απαιτούνται ριζικές αλλαγές για να μπορέσουν τα μέχρι τώρα καταφύγια να ανταγωνιστούν τις ξενοδοχειακές τύπου εγκαταστάσεις των ιδιωτικών. Άρα έστω ότι είστε υποψήφιος φοιτητής. Έχετε να επιλέξετε ανάμεσα στον Γολγοθά των πανελληνίων και στα δίδακτρα ενός ιδιωτικού που σίγουρα θα διαθέτει τόσο τον απαιτούμενο εργαστηριακό εξοπλισμό όσο και τις κατάλληλες διασυνδέσεις με τον χώρο εργασίας. Η επιλογή στα δικά μου μάτια είναι ξεκάθαρη. Μην πληρώσετε φροντιστήρια και πληρώστε τα δίδακτρα της σχολής που θα είναι πια και στην πόλη σας!

Εν κατακλείδι, όπως είπε κι ο Γιάννης λίγα είναι τα ζητήματα που θα καταφέρουν να διχάσουν τους φοιτητές. Δεν αναφέρομαι στους παραταξιακούς που εξυπηρετούν και την δικιά τους ατζέντα συμφερόντων, αλλά αναφέρομαι σε όλους όσους προσπαθούν με κριτικό τρόπο να βγάλουν άκρη σε όλο αυτό το μπέρδεμα. Δεν μπορούμε να δώσουμε τις εξεταστικές μας κι όλοι μας είμαστε αγανακτισμένοι με την κατάσταση. Ωστόσο υπάρχουν στιγμές που θα πρέπει να κοιτάμε την μεγαλύτερη εικόνα. Για πόσα άραγε είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε τώρα προς όφελος του αύριο; Ίσως ήρθε η ώρα να ζυγίσουμε την ηθική μας.

Γράφουν οι Γιάννης Χατζής και Κωνσταντίνος Μητράκας.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *