Η Ανάγκη

Κάθισε αντίκρα μου και στο πιάτο μπρος του καθάρισε το σύκο. Άναψε το τσιγάρο κι οι γαλάζιοι καπνοί γλίστρησαν μεμιάς απ’ τα ρουθούνια του. Χυμένοι κάτω απ’ την σκιά που ρίχνουν οι φουντουκιές στοχαζόμασταν. Ένιωθες τις αχτίνες του μεσημεριανού ήλιου ακόμη ζεστές στα μάγουλά σου. Οι φτελιές ταλαντεύονταν ανεπαίσθητα, όσο η μορφή κοντά μου έτρωγε αυτάρεσκα το μαλακό φρούτο.

Έπειτα από λίγο σκέψη, δειλία και δισταγμό του απηύθυνα τελικά τον λόγο, «πες μου γέρο, τι προκάλεσε αυτά τα γεμάτα ρόζους και χαραμάδες χέρια σου;». Κείνος τότε στερέωσε για μια μόλις στιγμή το βλέμμα του πάνω μου, μα ευτύς πλανήθηκε πάλι στην ξελογιάστρα φύση ολόγυρα.

«Συγχώρα με, μα το ερώτημα μου ήταν ανόητο, η απάντηση προφανής. Πες μου, γιατί για πόσα χρόνια δούλευες τόσο ζωώδη και σκληρά, γιατί άραγε το κάθε νύχι, το κάθε χιλιοστό δέρματός σου φέρει πάνω του τον ντόρο της βρώμας και του μόχθου;». Μα κείνος ωσάν Θεός σφυρηλατημένος στο αμόνι της ζωής σκούπισε με το ύφασμά του το πυρωμένο του μέτωπο και μονάχα σκόρπισε τις στάχτες χάμω.

«Καλώς, περνιέσαι για ακριβομίλητος, δουλευταράς και τίμιος», επέμενα εγώ το βιολί μου. «Πες μου, το λοιπόν, τι ζητά ένας άνθρωπος σαν κι εσέ από τον Θεό;». Και τότε τα δυο μαύρα σαν έβενος μάτια του σκοτείνιασαν την ολοτελή ύπαρξή μου. Έγλυψε τα χείλη του ο γέρος κι άνοιξε το στόμα του. Είχα υπομείνει τον τοκετό για την γέννηση νέων στοχασμών, ήταν πια η ώρα των απαντήσεων.

«Ο Θεός, ο Θεός…» μουρμούρισε. «Στην ζωή ζούμε τον πόνο, ζούμε με τον πόνο, μα πάντοτε εμείς οραματιζόμαστε την λύτρωση. Βιώνουμε μια ανεστραμμένη πραγματικότητα, μια κατάσταση με αυταπάτες η οποία πρέπει να εγκαταλειφθεί», είπε ο γέρος κι έσπασε το τσιγάρο στα δυο. Το ‘χωσε στην φούχτα του κι άφηκε την καύτρα να τον ζωντανέψει ακόμη πιο πολύ. «Δούλευα από πιτσιρίκι αδιάκοπα, γιατί ζητούσα το χρήμα. Μα κάπως αργά κατάλαβα πως το χρήμα είναι ο μαστροπός μεταξύ αντικειμένου κι ανάγκης. Ποτέ δεν κατάλαβα όμως τούτη την ανάγκη. Ποτέ δεν στοχάστηκα σοβαρά για εκείνη. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί δεν ήμουν ζώο, αλλά άνθρωπος ώσπου…» μα αίφνης σώπασε, θαρρείς και την αλήθεια που τόσο καιρό καρτερούσε βρήκε.

Η γης τότε σκοτείνιασε, ο ήλιος γίνηκε φεγγάρι που χειμώνιασε και με τις μωβ ανταύγειες του ορθώθηκε καταμεσής του ουρανού. Ο κόσμος ξάφνου γέμισε με ισχνούς ανθρώπους με ωχρά πρόσωπα κι όλες οι φουντουκιές τώρα ξεφλούδιζαν στους κορμούς και στα κλαδιά ωσάν καιγόντουσαν. Το χώμα είχε ποτίσει με αίμα και δάκρυα, ενώ οι σοροί των νεκρών στρατιωτών όρθωναν τείχη ολόγυρά μας.

«Αυτή η οδύνη που θωράς είναι το σπέρμα του πολέμου, ο καρπός του θανάτου», ψέλλισε πράος ο γέρος. Κι εγώ έβλεπα ξεριζωμούς, θρυμματισμένα όνειρα, στερνά καρδιοχτύπια κι έτρεμα. «Γιατί;» ψιθύρισα τότε.

«Ορίστε μια αξιόλογη ερώτηση» αποκρίθηκε περιπαιχτικά τότε κείνος. «Στον πόλεμο το πρώτο θύμα είναι πάντοτε  η αλήθεια. Μπορεί να φταίει ένας αυταρχικός, παράλογος ηγέτης με ιμπεριαλιστικές βλέψεις και θαμμένα οράματα. Μπορεί να φταίει η αθέτηση υπογραφών, μια γενοκτονία ή ακόμη κι ο ξακουστός ναζισμός. Μπορεί να φταίνε όλα, μα και τίποτα. Όπως και να ‘χει στο παγκόσμιο πολεμικό τούτο παίγνιο ο χρήσιμος «ηλίθιος» είναι όλα εκείνα τα ισχνά πρόσωπα που ξέρουν πως ο Θεός τους ξέχασε. Κι όλα αυτά γιατί ποτέ δεν καταλάβαμε την μια και μοναδική ανάγκη. Επέτρεψε μου να σε ρωτήσω κάτι‧ ποια είναι η πραγματική διαφορά του ανθρώπου απ’ το ζώο;».

Όσο μιλούσε ο γέρος το μέταλλο άλεθε το κοκκινόμαυρο χώμα, τα τανκ ζύγωναν. Σε κάμποσο θα ρίχνανε το τείχος των πτωμάτων κι οι σφαίρες τους θα έσκιζαν και τα δικά μας κορμιά. «Τι με ρωτάς, ανάθεμά σε! Πρέπει να σωθώ, πρέπει…».

«Άκουσε με προσεκτικά κι ίσως σωθείς. Το ζώο προσαρμόζει τις ανάγκες του στις όποιες μεταβολές του περιβάλλοντος γύρα του, ενώ ο άνθρωπος προσαρμόζει το περιβάλλον στις ανάγκες του. Όλη μου την ζωή την πέρασα σα ζώο. Έρμαιο της ποδηγέτησης των Πιο Ανθρώπων από μένα, έθετα στόχους που μου λέγαν να θέσω, μισούσα όποιον μου επεδείκνυαν, πολεμούσα για αυτούς με ένα τους ψίθυρο μονάχα. Λάτρευα τα υλικά που ‘ναι η σκιά της πνευματικής αλήθειας, επιζητούσα το χρήμα και χανόμουν στο εκκωφαντικό μονοπάτι της εφήμερης απόλαυσης και των χαλκευμένων αναγκών. Ούτε μια στιγμή δεν στοχάστηκα την ανάγκη να γίνω ένας πιο ωραίος Άνθρωπος που ζει σε μια πιο ωραία κοινωνία».

Και ξάφνου το κροτάλισμα των πολυβόλων, οι κραυγές των ζωντανών νεκρών σώπασαν, ο γέρος γίνηκε αιθέρας.

Έσυρα τότε την αφηρημένη μου ματιά από την κατάμαυρη θάλασσα μπρος μου και κοίταξα το μελάνι στο χαρτί που ‘χε πια στεγνώσει. Μαυλιστική η μοναξιά, χορταστικές οι σκέψεις της.

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μητράκας.

2 comments on “Η Ανάγκη

  1. Βαθύ και ατμοσφαιρικό. Με κράτησες σε όλη την αφήγηση, την οποία έκανες σε εξαιρετική γλώσσα. Εύγε, Κωνσταντίνε!

    1. Ευχαριστώ πάρα πολύ, Ανθή! Είναι ένα ιδιαίτερο άρθρο για μένα. Ήταν απ’ τις πρώτες μου προσπάθειες να κατανοήσω την ουσία της κοινωνίας μας.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *