Καλώς ήλθες σε έναν περίεργο κόσμο, έναν κόσμο που αποτυπώνεται με έναν τρόπο πιο σκοτεινό. Εδώ όπου σκιές στην επιφάνεια της κοινωνίας παλεύουν με τα δικά τους προσωπικά τέρατα. Εδώ που η αποδοχή της «ασχήμιας» τυλίγεται στο πέπλο της καθημερινότητας και αγκαλιάζεται με έναν παρανοϊκό τρόπο.

Καθεμία από τις σκιαγραφημένες ιστορίες αποτελεί ένα παζλ κομμάτι, αφήνοντας τον αναγνώστη να εξερευνήσει τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης.

Καλώς ήλθες σε έναν κόσμο όπου σκοτεινές σκέψεις γίνονται κείμενα και η πραγματικότητα της ζωής σχηματίζεται με μαύρο μελάνι.

Απομνημονεύματα μιας Ξεχασμένης Ψυχής

Ώρα 7:00. Ανοίγω τα μάτια μου. Κοιτώ στα αριστερά μου εκεί όπου και βλέπω στην άκρη του κρεβατιού ένα σταθερό τηλέφωνο. Το κοιτώ σαν να περιμένω τηλεφώνημα από μια περασμένη αγάπη. Τα μάτια μου θολώνουν  και σηκώνομαι.

Τρώω τα αποφάγια του χθεσινού βραδινού και φεύγω από το μικρό και αφιλόξενο μου σπιτικό. Χωρίς δισταγμό επιβιβάζομαι σε ένα λεωφορείο και ξεκινάω το ταξίδι μου χωρίς κάποιο προορισμό.

Σημασία έχει το ταξίδι άλλωστε…

Μέσα στην Αθήνα χάνομαι. Ακουμπάω σε ένα παγκάκι να ξαποστάσω. Χωρίς να το καταλάβω έχει σηκωθεί ο ήλιος για τα καλά. Παρατηρώ κόσμο βιαστικό να τρέχει. Δίπλα μου άντρες να συζητούν. Γυναίκες να μαλώνουν. Κάνω μια προσπάθεια να τους μιλήσω και χάνομαι πάλι.

Ξαφνικά βλέπω γνώριμα σοκάκια και αρχίζω να τα περπατώ. Ίσως να φταίω εγώ συλλογίζομαι. Ίσως μεγάλωσα πολύ πια για όλα αυτά. Ίσως το πλήρωμα του χρόνου ήρθε για μένα. Κοιτώ ψηλά και βλέπω τα άστρα, είχε νυχτώσει για τα καλά. Βαρύς βηματισμός προς το σπίτι.

Βρίσκω φαγητό στο τραπέζι, ένα ποτήρι ζεστό γάλα και ένα σημείωμα. Δεν βλέπω τι γράφει. Αλλά ξέρω τι λέει. Χαμογελώ.

Βγάζω τα ρούχα μου και ξαπλώνω  στο κρεβάτι στην αποκλειστικά γνώριμη αγκαλιά του Μορφέα.

Ώρα 7. Ανοίγω τα μάτια μου. Κοιτώ στα αριστερά μου εκεί όπου και βλέπω στην άκρη του κρεβατιού ένα σταθερό τηλέφωνο.

Άργησες. Σε περιμέναμε. Ακούγεται μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο. Χαμογελώ. Κλείνω τα μάτια μου και πλησιάζω στον προορισμό μου.

.  .  .  .  .  . 

Ένας από Αυτούς

Μόνος πλέον στην σκηνή ο πρωταγωνιστής μας.

Βαριές ανάσες στο βάθος να κοιτούν αμήχανα τα σκηνικά. Κάθε ριπή οφθαλμού και ένα βέλος στο στομάχι του.

Προσπαθώντας να βολευτώ στην ακριβή θέση μου, κρατιέμαι από τα ξύλινα μπράτσα της και βυθίζομαι πιο βαθιά σε αυτή. Δεξιά και αριστερά παγωμένα πρόσωπα να κοιτούν την σκηνή. Μάτια ανοιγοκλείνουν διαρκώς. Δάκρυα κυλάνε. Μάτια βουρκωμένα. Που και που εμφανίζονται μερικά χαμόγελα τριγύρω μου, αλλά θάβονται και πάλι στο σκοτάδι των διαζωμάτων, λες και παράνομα βρίσκονταν εκεί.

Δίχως κανένα συναίσθημα συνεχίζω να παρακολουθώ. Μια πηγαία ανάγκη μέσα από τα βάθη της ψυχής μου, σχεδόν με αναγκάζει να σηκωθώ.  Ανασηκώνομαι και ακολουθώντας τον δρόμο προς την έξοδο, βγαίνω στον κεντρικό διάδρομο αφήνοντας πίσω μου την παράσταση.

Πολλές οι σκέψεις στο μυαλό μου. Χάνομαι μέσα σε αυτές και συνεχίζω τον περίπατο μου μέσα στο κτήριο. Τα βλέμματα των ανθρώπων καρφωμένα βαθιά μέσα στο κεφάλι μου.

Όλοι στο ίδιο έργο θεατές, σκέφτομαι.

Χωρίς να αναλογίζομαι τον χώρο γύρω μου ανοίγω μια πόρτα. Μπροστά μου μια άδεια σκηνή. Δεξιά και αριστερά κείτονται φυλλάδες με ακαταλαβίστικες καρικατούρες. Μια δύναμη με σπρώχνει μέσα.

Όχι. Όχι δύναμη, δύο χέρια με σπρώχνουν στην σκηνή. Θολούρα. Φώτα και προβολείς πάνω μου. Ανοίγω διστακτικά τα μάτια μου και αντικρίζω έναν γνώριμο φόβο.

Μόνος πλέον στην σκηνή ο πρωταγωνιστής μας.

Βαριές ανάσες στο βάθος να κοιτούν αμήχανα τα σκηνικά. Και εγώ ένα από αυτά πλέον. Κάθε ριπή οφθαλμού και ένα βέλος στο στομάχι μου.

 

Γράφει ο Χολίδης Δημήτρης.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *