Η Αιώνια Γυναίκα

Το μάτι σεργιάνιζε λεύτερο στον ανήσυχο γιαλό κι ο νους έπλεκε ανήσυχος κι αυτός τα νήματα της ζωής του. Η θάλασσα χοχλάκιζε μπλε λουλακιά και το παρελθόν μου σα μια εκκωφαντική κραυγή αντηχούσε πέρα απ’ τα απέραντα βουνά και την θεϊκιά γραμμή της ουρανοθάλασσας και με πλησίαζε αγάλια και μπαμπέσικα. Στις κόγχες του μυαλού μου τότε άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά εκείνο το θηλυκό που μου ‘δειξε τι ‘ναι πόθος και πόνος. Μα ξάφνου φοβήθηκα το πρόσωπό της κι έσβησα γρήγορα την ανάμνησή της όπως το τσιγάρο μου στην κουπαστή του πλοίου.

Κούνησα το ποτήρι, τα παγάκια συγκρούστηκαν κι οι στάλες απ’ το ουίσκι έβρεξαν τα χείλη μου. Δειλά έσυρα τότε την ματιά μου στις ψυχές του καταστρώματος που δρόμους έπαιρναν και δρόμους άφηναν και απορροφήθηκα μεμιάς σε αυτές. Στο βαπόρι γύρα μου στέκουνταν γυναίκες κίτρινες σα το κέρμα. Είχαν πέσει τα ξένα φτερά τους‧ τα ξένα φρύδια, οι μπογιές, τα ψεύτικα στήθη. Τα νύχια είχαν μπλαβίσει και τα μάγουλα με τις ρυτίδες κρεμάσει. Κι όπως τις έβλεπες στα πρόθυρα του εμετού και της κατάρρευσης ένιωθες μια αηδία μα συνάμα μια συμπόνια. Άτιμο πράμα η συμπόνια, την νιώθεις όταν λυπάσαι το άλλον. Συμπόνια είχα νιώσει και για ‘κείνη.

Τα κύματα τώρα ξεσπούσαν αγριεμένα στο κρουσταλλένιο φινιστρίνι, τα σύννεφα σκέπαζαν την ασήμαντη όψη μου και μια ψιλή βροχή έσταζε στο βρεγμένο απ’ την αλμύρα δάπεδο του καραβιού. Κι εγώ διάνευα μισός στερεός και μισός ανάριος μεταξύ ανάμνησης και πραγματικότητας. Βημάτιζα δειλά στα μύχια της ψυχής μου κι έπλαθα ξανά εκείνο το χάδι με το ακροδάχτυλό μου στο μυτερό της πιγούνι, το άγγιγμα στα ολόισια μαλλιά της πίσω απ’ το αυτί της, το φιλί στα δυο πορφυρά της χείλη. Κι ήξερα απ’ την πρώτη στιγμή βαθιά μέσα μου πως όλα τούτα κρατάνε όσο κρατά μια κοφτή ανάσα και πως έπειτα φλέγονται συθέμελα και το μόνο που μένει είναι μια ακατέργαστη μοναξιά για την οποία ποτέ δεν είσαι έτοιμος. Την καταριόμουν ολημερίς για καιρό πολύ που μου προξένησε τον πόνο που όμοιό του δεν έχω ξανανιώσει κι έπιανα τον αφελή νου μου κάτι ζοφερές στιγμές να σκέπτεται εκδικητικά. Ήθελε στην ζωή της να σέρνεται, ήθελε να την δει να πονά όπως τον πόνεσε κάποτες εκείνη.

Μα μια χινοπωρινή νύχτα έπειτα από καιρό, κάτω από μια χιονισμένη σκεπή ενός παντοπωλείου, στέκουνταν αυτό το θηλυκό που με δάκρυα στα μάτια ρουφούσε το κονιάκ και βλαστημούσε τον κόσμο. Ήταν άβαφη, άσχημη, κακόμοιρη. Οι λιγοστές νιφάδες έπεφταν άχαρα στα απεριποίητα μαλλιά της. Ανοιγόκλεινε ζωηρά τα χείλη της και πετούσε λέξεις που κόβαν σα ξυράφι την καρδιά όποιου τις άκουγε. Κι εγώ τυλιγμένος στο σκοτεινό μου πέπλο, ανήμπορος να την πλησιάσω, έμεινα να την κοιτώ απ’ την γωνιά του δρόμου. Έβλεπα τις φλέβες στο λαιμό της να φουσκώνουν και να κραυγάζουν για την αδικία, την ασέβεια, την προδοσία, τα χτυπήματα, ενός κόσμου που ‘ναι φτιαγμένος από αντρικά είδωλα. Έβλεπα τους μώλωπες στους καρπούς της, τις γρατσουνιές κάτω απ’ τα ζωηρά της μήλα κι ανατρίχιαζα.

Κι ενώ ασάλευτος ατένιζα την φθαρμένη ομορφιά της, ο κόσμος γύρα μου για μια στιγμή πάγωσε κι οι ακατάλυτες φωνές της νύκτας άρχισαν να μου ψιθυρίζουν μουλωχτά. Λέγαν με μια ανθρώπινη ντροπή πως μυριάδες γυναίκες για όχι από αγάπη, παρά μονάχα απ’ αυτό το ζωώδες ένστικτο, τον αδιαφοροποίητο πόθο στο πέρασμα του χρόνου έχουν βιαστεί, βασανιστεί και σκοτωθεί σα από αρσενική ζήλεια, σα από αντρικό νεύρο‧ δεν έχει σημασία το γιατί. Λέγαν πως η αιώνια γυναίκα κουβαλά πάνω της μώλωπες και πληγές, πως το πρόσωπό της είναι παραμορφωμένο και βαμμένο με μια νεκρική χλομάδα, μα σε όλη τούτη την ακατάπαυστη θλίψη, ένα γάργαρο γέλιο αντηχεί κρυστάλλινο. Είναι το δικό της περήφανο γέλιο προερχόμενο από μια βαθιά πηγή, βαθύτερη κι απ’ το σπλάχνο του ανθρώπου. Η γυναίκα είναι η ανάσα σου, το χαμόγελό σου, το δάκρυ σου, η ύπαρξή σου ολάκερη. Να αγαπάς την γυναίκα, γιατί μόνο αγάπη της αξίζει. Κι οι φωνές τώρα σώπασαν.

Τα αληθινά τούτα λόγια κάνανε τα μάτια μου να βουρκώσουν. Κι αφού η καρδιά μου πύρωσε και γέμισε με τόλμη, με αργά βήματα πλησίασα το συντετριμμένο θηλυκό και σκούπισα τα καυτά του δάκρυα. Είχε ήδη ξεπλυθεί η ψυχή της, ήταν έτοιμη να αναγεννηθεί η γυναίκα αντικριστά μου. Τα μάτια της ήταν έτοιμα να δώσουν ξανά την παρθενιά στον αιώνιο κόσμο, στον αγέρα, στην φλόγα, στην χλόη‧ να δώσουν την παρθενιά στην αιώνια γυναίκα ‧να την πλάσουν για άλλη μια φορά, να απαλύνουν τις πληγές της, να χρωματίσουν ξανά μπεζ το δέρμα της, να ζεστάνουν την καρδιά της, να την κάνουν γενναία με θαρρετό ύφος, με μια αρσενικιά θρασύτητα μα συνάμα και με μια θηλυκιά γλυκύτητα ‧να κάνουν την ηδονή της λαμπρή ξανά δίχως ανόητους εγκρατείς ενδοιασμούς ‧να αναστήσουν ξανά την γυναίκα που λατρεύει τις ατέλειές της, το κορμί της, τον οργασμό της. Κι είναι περήφανη για όλα αυτά! Πώς να πειράξεις ένα τέτοιο άγιο πλάσμα, συλλογίστηκα κείνη την νύχτα σιωπηρά με θυμό, ντροπή και αηδία.

Το λοιπόν κείνη την νύχτα όλα γίνηκαν ξάστερα σα κρύσταλλος μέσα μου. Γύρισα καιρό πίσω τον νου μου, στην κουπαστή του πλοίου τότε που ‘μουν αφελής και νέος και με ξεπλυμένα μάτια ατένισα τις γυναίκες ολόγυρά μου και μου φάνηκαν τόσο όμορφες οι άτιμες! Μα γοργά το παρελθόν εξαφανίστηκε σα τα φαντάσματα μετά το λάλημα του πετεινού και μπροστά μου μονάχα υπήρχε μια φιγούρα‧ η αιώνια γυναίκα. Λύγισε τότε την ραχοκοκαλιά της, ακούμπησε με το χέρι της τον ώμο μου και μου ψιθύρισε με μια σταθερή φωνή, «μαζεύουμε δυνάμεις ενάντια στα μελλοντικά ερείπια. Επιμένουμε στην ανάσα προσμονής, νιώθουμε ήδη τον αγέρα της ελπίδας να καίει τα χείλη μας. Θα δώσουμε στο τέλος σε όλες τις γυναίκες την αγάπη που αξίζουν».

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μητράκας.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *